Το ρούμι κουβαλάει πολλά χρόνια ιστορίας στην πλάτη του. Η πρώτη αναφορά γίνεται το 1493, όταν ο Χριστόφορος Κολόμβος μετέφερε με τα πλοία του φυτά ζαχαροκάλαμου, από τα Κανάρια νησιά στην Αϊτή και στον Άγιο Δομίνικο, για να τα μεταφυτεύσει. Επίσημα, οι πρώτες γραμμές για την παραγωγή του γράφονται το 1647, όταν ο Άγγλος Richard Ligon έφτασε στα Μπαρμπέιντος εφοδιασμένος επίσης με ζαχαροκάλαμο, με σκοπό την καλλιέργεια, για την παραγωγή της ζάχαρης.
Καθώς οι Άγγλοι άποικοι ενδιαφέρονταν για την εκμετάλλευση της ζάχαρης, οι ντόπιοι- σκλάβοι, που καλλιεργούσαν τις φυτείες, χρησιμοποίησαν τα παραπροϊόντα του ζαχαροκάλαμου για να παράγουν, με ζύμωση και απόσταξη, ένα ποτό γνωστό τότε ως Kill Devil. Σύντομα, το δυνατό ποτό (το μελλοντικό ρούμι) έγινε μέρος της ζωής τους. Οι Άγγλοι ναυτικοί το αγάπησαν και στις μεγάλες τους επιχειρήσεις το είχαν ως δυναμωτικό-ελιξίριο.
Το 1795, μετά από προτροπή του ναύαρχου Edward Vernon, πρόσθεσαν στο ποτό ζάχαρη και χυμό κίτρου, δημιουργώντας εν αγνοία τους το “grog”, το πρώτο cocktail με ρούμι. Όπως αποδείχτηκε, τα συστατικά του cocktail βοήθησαν στη μείωση των κρουσμάτων ασθενειών από έλλειψη βιταμινών και ίσως συνετέλεσε μεταξύ άλλων στο να νικήσουν οι Άγγλοι το 1805 στο Ακρωτήριο Τραφάλγκαρ, το γαλλικό και το ισπανικό ναυτικό. Εξίσου δυνατή επίδραση είχε στους σκλάβους των φυτειών, που το κατανάλωναν για να αντιμετωπίζουν τις κακουχίες και πολλές φορές αμείβονταν με αυτό για να κάνουν περισσότερες, δύσκολες δουλειές.
Αναμφισβήτητα, όμως, το ρούμι είναι συνδεδεμένο περισσότερο με τους πειρατές στη συνείδησή μας. Είναι το αλκοόλ που ενσάρκωσε τη φιλοσοφία τους και έγινε λάβαρο στις πειρατικές τους επιχειρήσεις.
Με το πέρασμα του χρόνου, το ρούμι έκανε άλματα στην ποιότητα και από βαρύ και καυστικό αλκοόλ που ήταν κάποτε, εξελίχθηκε σε ένα εκλεπτυσμένο, συναρπαστικό απόσταγμα. Εκείνα τα χρόνια, το ρούμι ήταν ιδιαίτερα σκληρό και βαρύ. Η εξέλιξη προς την κατεύθυνση της υψηλής ποιότητας ξεκίνησε αρκετά αργότερα, το 1862, όταν ο Ισπανός μετανάστης Don Facundo Bacardi αγόρασε ένα αποστακτήριο στο Σαντιάγκο της Κούβας και παρήγαγε ένα καινούριο ρούμι, ελαφρύ, μαλακό, με ντελικάτα αρώματα και γεύση. Έτσι, ξεκίνησε μια νέα εποχή για το ρούμι, που το έφερε θεαματικά στο προσκήνιο. Από τις θάλασσες, τα αμπάρια, τα πεδία των μαχών και τα καταγώγια, πέρασε στα σαλόνια και στα ποτήρια των αριστοκρατών, των διανοούμενων και των διασήμων… Από τους πιο θερμούς και γνωστούς οπαδούς του ήταν ο συγγραφέας Ernest Hemingway -και μάλιστα προς τιμήν του δημιουργήθηκε το Papa Doble, μια παραλλαγή του Daiquiri με διπλή δόση ρούμι.
Σήμερα, βρίσκεται πια στην premium εποχή του, με παλαιωμένες ετικέτες, που το κάνουν να “κοιτάει” στα ίσα το ουίσκι και το κονιάκ. Σοβαρό και ανανεωμένο, αποτελεί ισχυρή πρόταση για χειμωνιάτικες βραδιές. Εξωτικότερο από τη βότκα, πολύ πιο εύγευστο από το ουίσκι, λιγότερο «ευγενές» από το κρασί αλλά αθωότερο από την τεκίλα, το ρούμι έχει αποκτήσει φανατικό κοινό!
Η αρχή του ταξιδιού.
Το ρούμι είναι το αλκοολούχο ποτό που παράγεται από το χυμό του ζαχαροκάλαμου ή τη μελάσα, τη μαγιά και το νερό. Η διαδικασία ξεκινάει με τη συλλογή των ζαχαροκάλαμων και την σύνθλιψή τους, για την παραλαβή του χυμού. Στη συνέχεια, ο χυμός βράζει, μέχρι να αρχίσουν να σχηματίζονται μικροί κρύσταλλοι ζάχαρης. Αυτοί αφαιρούνται και τελικά παραμένει ένα συμπυκνωμένο σκούρο υγρό, η μελάσα.
Από μελάσα παράγονται τα περισσότερα ρούμια, εκτός από τα agricole, που προέρχονται από τον χυμό του ζαχαροκάλαμου. Η μελάσα, για να μπορεί να ζυμωθεί, αραιώνεται με νερό και στο τελικό μείγμα προστίθενται οι ζύμες. Μόλις ολοκληρωθεί η ζύμωση, το αλκοολικό προϊόν οδηγείται στην απόσταξη. Αν και μερικά ρούμια αποστάζονται σε ασυνεχείς άμβυκες, τα περισσότερα γίνονται σε συνεχείς αποστακτήρες. Αυτά που προέρχονται από τον άμβυκα είναι “γεμάτα”, αλλά πιο βαριά, ενώ αυτά από τις συνεχείς στήλες είναι λεπτά και φινετσάτα.
Μετά το τέλος της απόσταξης, η πορεία παραγωγής έχει δυο δρόμους ν΄ ακολουθήσει: ή την άμεση εμφιάλωση ή την ωρίμανση σε δρύινα βαρέλια. Το ρούμι μπορεί να παλαιώσει από λίγους μήνες έως αρκετά χρόνια, στη συντριπτική πλειοψηφία σε βαρέλια αμερικανικής δρυός, που πριν περιείχαν bourbon. Κάποιοι τύποι ρουμιού, όμως, επιλέγουν τη χρήση βαρελιών γαλλικής δρυός, που πριν φιλοξενούσαν κονιάκ, ενώ σπανιότερα συναντάμε και βαρέλια από sherry.
Από που;
Κούβα: Είναι κομψά, με ελαφριά φυτικά αρώματα και νύξεις εσπεριδοειδών.
Γουιάνα: Συμπυκνωμένα, με αρώματα, που παραπέμπουν σε ώριμα φρούτα.
Μπαρμπέιντος: Ξεχωρίζουν για τα φρουτώδη αρώματα και την ισορροπημένη γεύση.
Τζαμάικα: Είναι γνωστά για την πληθωρική και πολύπλοκη γεύση τους- από νότες λουλουδιών, μέχρι ώριμου ανανά και μπανάνας.
Λατινική Αμερική: Είναι γοητευτικά και εκλεπτυσμένα, με νότες τροπικών φρούτων.
Γαλλία: Διακρίνονται για τις ωραίες ανθικές νότες.
Ισπανία: Έχουν τονισμένο μπουκέτο αρωμάτων, με βατόμουρα, δαμάσκηνα και κεράσια.
Αν δεν έχετε συστηθεί μαζί του κάντε το και θα ανοίξει στους γευστικούς ορίζοντές σας μια υπέροχη νέα διαδρομή.
Απολαύσετε υπεύθυνα!!