Του ανθρώπου που «πηγαινοέρχεται» σε μια σχέση, που δεν ξέρει τι του γίνεται ουσιαστικά, που έχει κάνει την καρδιά του καφενείο. Πρέπει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο συνήθως καταστάσεις αλλά επειδή είναι τελείως διαφορετικές, και επειδή κανείς ως τώρα δεν του ζήτησε να το κάνει, ισχυρίζεται ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό ότι δεν μπορεί. Στην πραγματικότητα δεν θέλει.
Γιατί να σταματήσεις άλλωστε να τρως από δύο πιάτα όταν σου προσφέρονται απλόχερα και σε ικανοποιούν γευστικά εξίσου? Υπολόγισες όμως μήπως ο άλλος που σου τα προφέρει τα στερείται?
Όχι.
→ Γιατί αυτό δεν είναι βολικό, γιατί και αλφαβητικά να το δεις, το «εγώ» είναι πριν το «εσύ». Ο έρωτας όμως δεν είναι το βολικό συναίσθημα του καναπέ κι εσύ δεν καλείσαι να διαλέξεις έπιπλα. Πραγματεύεσαι ψυχισμούς και συναισθήματα και αυτά είναι πράγματα εύφλεκτα που αν σκάσουν στα χέρια σου θα σου έρθουν στα μούτρα. Δεν έχει λοιπόν «δεν ξερω, δε μπορώ δεν καταλαβαίνω».
→ Γιατί και οι συμπεριφορές μας, πάντα μα πάντα επιστρέφονται και όταν βρεθείς στην ίδια θέση – με μαθηματική ακρίβεια πάντα συμβαίνει αυτό όταν είμαστε άδικοι με τους γύρω μας – , τότε δεν θα σου αρέσει καθόλου.
→ Γιατί θα εκτιμήσεις πολλά αλλά θα είναι αργά μιας και δεν θα σου προσφέρονται πλέον. Θα δεις πως είναι να ζεις μια μετέωρη κατάσταση ενός κρεμασμένου που κάποιος παίζει με το σκαμπό.
Ο έρωτας όταν είναι ξεκάθαρος φυσικά, έχει τσαμπουκά, τσαγανό, φόρα. Δεν μπορείς να πας με σβηστή τη μηχανή, παρά μόνο στην κατηφόρα.
• Κι αν ο έρωτας σου έχει κατηφόρα, σημαίνει ότι κατευθύνεσαι στο να βλέπεις τα πράγματα σε λίγο, από πολύ χαμηλά. Too bad.