Η Μαργιορή πήγε να κοινωνήσει. Είχε χρόνια να πάει με άντρα και ένιωθε μια καθαρότητα. Δεν φοβόταν τίποτα μέσα στο αμαρτωλό μυαλό της. Είχε μόνη της πάρει άφεση αμαρτιών. Αγαπούσε τον Μίλτο. Δεν σήμαινε κάτι αιτώ . Τι που εκείνος είχε γυναίκα και τρία παιδιά; Αφού δεν είχε επαφή σωματική μαζί του, παρέμεναν σωστοί απέναντι στην θεία κοινωνία και οι δυο . Και αυτός και εκείνη. Δεν είχε πάει ποτέ μαζί του. Ήταν μια σχέση που έμοιαζε με όνειρο. Και Στα όνειρα δεν υπάρχει αμαρτία.
Είχε διαβάσει παλιές και νέες διαθήκες . Έλεγαν για σκέψεις αμαρτωλές , όχι για όνειρα αμαρτωλά . Τώρα τι πυροδοτούν τα όνειρα ..ποιος είναι το φιτίλι , ποιος ο εκρηκτικός μηχανισμός , ποια η σύνθεση, όσο και αν έψαξε στης οδηγίες χρήσης της πίστης δεν βρήκε ειδικό εδάφιο . Σίγουρα η πίστη είναι μια βόμβα όπου οι γραφές είναι οι οδηγίες, αλλά είναι και νόμος ..και ότι στον νόμο δεν απαγορεύεται επιτρέπεται … Τα όνειρα άλλωστε έχουν και λίγο πραγματικότητα…λίγο χούφτωμα.. Τα όνειρα είναι μια εγκατεστημένη παιχνιδομηχανή του υποσυνείδητου. Το play station του θεού (είναι λίγο ανδρικό αυτό). Ένα διαφημιστικό διάλειμμα της ζωής. Που άθελα σου πέφτεις μπροστά του. Ποια είναι η αμαρτία, το φταίξιμο, η κατηγορία αν άθελα σου τα μάτια σου πέσουν μπροστά σε κάτι ανήθικο. Είναι ένα παιχνίδι μίμησης. Μιμούνται τα όνειρα τις αισθήσεις και οι αισθήσεις τα όνειρα. Έτσι βολικά ,λοιπόν, η Μαργιορή είχε δώσει στον εαυτό της άφεση.Και αυτό είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Καθαρά. Όπως και η πίστη
Η καθαρότητα και η πίστη είναι και μια μυστική υπόθεση και η Μαργιορή ήταν μια γυναίκα που δεν άντεχε το αμφιλεγόμενο σε οποία έκφανση του. Αυτό το καθαρό ήταν κατά βάθος βρώμικο και αυτό το ήξερε.
Έτσι, τη στιγμή που ο παπάς της πρότεινε το πετραχήλι, εκείνη το αρνήθηκε με παλικαρίσιο θάρρος και θράσος που δεν αναγνώριζε στον εαυτό της… η Μαργιορή δεν κοινώνησε εκείνη την Κυριακή. Αποφάσισε να εξομολογηθεί πρώτα.Τύψεις…Είχε τύψεις
Όμως δεν ήξερε ότι τις έλεγαν έτσι. Στον παπά, όταν την αγριοκοίταξέ είπε ότι μόλις της είχε έρθει περίοδος γιαυτό και δεν μπορούσε να κοινωνήσει. Κατευναστική πληροφορία το αίμα. Ένιωσε ξαναμμένη που αποκάλυψε μια πληροφορία που προσέδιδε θηλυκότητα… Το αίμα μου σε ανταλλαγή της αμαρτίας…σκέφτηκε!
Άλλωστε ο λόγος που οι γυναίκες δεν κοινωνούν όταν αιμορραγούν είναι το προπατορικό αμάρτημα . Το ίδιο το αμάρτημα που την έφερε στην εκκλησία. Σαν να την χλεύαζε η μοίρα ότι το ψέμα που επικαλέστηκε είναι η αλήθεια που αρνείται. Το αίμα είναι η γλώσσα της πληγής. Της αμαρτίας.
Η αλήθεια πάντως ήταν ότι δεν είχε αίμα αν και μέσα της αιμορραγούσε γι αυτόν. Χρόνια τώρα. Είχε κάνει αφαίρεση σαλπιγκών χρόνια πριν. Ο Μίλτος το ήξερε αυτό. Του το είχε εξομολογηθεί σαν άλλο ηγούμενο . Αυτός ως άλλος ηγούμενος ανακουφίστηκε από αυτή την αποκάλυψη γιατί αυτή η γυναίκα θα έμενε για πάντα μια γυναίκα για χούφτωμα…μια γυναίκα όνειρο… χωρίς απαιτήσεις σαν καλός αγνός αμνός της. Δεν χρειαζόταν να φοβάται πια το σάλπισμα της..και πως να επιτεθεί στον έρωτα χωρίς σάλπισμα .Τύψεις χωρίς αίμα…τι σόι τύψεις δεν κρύβουν ένα έγκλημα; Αναρωτήθηκε για το ποιον της βρωμιάς της… ήταν περιορισμένη βρωμιά και άρα δεν ήταν βρωμιά. Ήταν ΑΠΟΥΣΙΑ. Απουσία που είχε ανάγκη να γίνει παρουσία.
Δεν πήγε να εξομολογηθεί. Πήγε στη γυναίκα του Μίλτου. Η νόμιμη άπλωνε στην αυλή, όταν η Μαργιορή την πλησίασε ανοίγοντας με θράσος την πόρτα της οικογενειακής τους γαλήνης.
-¨Αγαπώ τον άντρα σου¨της είπε ωμά.
-“Χάρισμα σου” της απάντησε εξίσου ωμά, ενώ άπλωνε ένα φλοράλ σεντόνι, χωρίς ούτε καν να την κοιτάξει, λες και την περίμενε.
-“Ε… όχι κι έτσι!” Είπε η Μαργιορή άκομψα. Λες και αυτή ήταν η αποκάλυψη, η σύζυγος γύρισε ξαφνιασμένη και κοίταξε τη Μαργιορή για πρώτη φορά. Ήταν ένα ύφος γεμάτο μίσος.
-Πως είπες…;
-Είπα όχι κι έτσι! Επανέλαβε η Μαργιορή μην ξέροντας τι ακριβώς εννοούσε
-Έτσι, πως έτσι; Είπε η σύζυγος και το φλοραλ σεντόνι έπεσε στο λασπωμένο χώμα της παστρικής οικογενειακής αυλής.
-“Να..έτσι..εύκολα.” Είπε η Μαργιορή με φόβο Θεού… που την είχε εγκαταλείψει γιατί είχε πει ψέματα στον παπά λόγο πριν…
-“Τι λες μωρή! Δεν το θες εύκολα, Ε; το θες με πόνο Ε;;; ανώμαλη!!” Ούρλιαζε η σύζυγος στην οικογενειακή αυλή…ενώ η μπουγάδα είχε όλη πέσει στις λάσπες. Κανείς δεν νοιάστηκε όμως για αυτή. Η Μαργιορή δεν καταλάβαινε γιατί αυτό που είπε προκάλεσε τέτοια οργή στην σύζυγο, πιο μεγάλη και από αυτή της εξωσυζυγικής σχέσης…
-“Γιατί κανείς έτσι κυρα μου;!” Αποφάσισε να θυμώσει και να το φτάσει στο κόκκαλο.
-“Γιατί;!!!” Ούρλιαξε για άλλη μια φορά η σύζυγος και τα μάτια της έγιναν δυο κατά κόκκινες μπάλες κόλασης!
-“Δεν ξέρεις γιατί Ε;;;;;;” συνέχισε οδεύοντας τον εαυτό της σε υστερία…
-“Που θες να ξέρω Χριστιανή μου;;;;” ούρλιαξε η Μαργιορη παίζοντας το θιγμένη σε σημείο απόγνωσης, αλλά μέσα της ήξερε ότι η σύζυγος ήταν η αληθινή χριστιανή. Εκείνη ήταν η αλλόθρησκη…η αλλοπρόσαλλη, η άλλη…η ποια; χρόνια τώρα αναρωτιόταν…ποια ήταν επιτέλους!
-“Που θες να ξέρω εγώ σου λέω, ε;;;;!!! Με ακούς;; Ε;;;!!!” Είπε ουρλιάζοντας για δεύτερη φορά η Μαργιορη, μόνο που τώρα απαντούσε στις δικές τις σκέψεις που την πίεζαν ασφυχτικά να δώσει νόημα στη ζωή της…και όχι στην αλλόφρον γυναίκα του Μίλτου, που δεν έβγαζε πλέον κανένα νόημα.
-“Δεν ξέρεις!!! Ήρθες εδώ να μου το παίξεις ανίδεη!!! Όλο το χωριό ξέρει τα ρεζιλίκια μας και ΕΣΥ δεν τα γνωρίζεις…! Και ήρθες να παίξεις με τον πόνο μου!!! Αλήτισσα!!! Βρωμιάρα!!!!”
Σταμάτησε ο χρόνος. Η Μαργιορή είχε πάρει αυτό που ήθελε. Την απάντηση στην ερώτηση “ποια είναι!” Η νόμιμη σύζυγος μόλις της είχε νοηματοδοτήσει την ύπαρξη! Την είχε πει βρωμιάρα. Ήταν πια και αυτή μια βρώμικη γυναίκα …. επιτέλους ένιωθε τη θηλυκότητα της σε όλο της το σώμα! Ένιωθε δυνατή, ένιωθε αναπόσπαστο μέρος της Εύας! Ένιωθε την αμαρτία να την αναβαθμίζει … είχε πια λόγο να πάει να κοινωνήσει..
Αφού δεν μπόρεσε να κάνει το έγκλημα ας είχε την ποινή του. Όλοι οι αμαρτωλοί , όλοι οι εγκληματίες με κρυφή ηδονή δείχνουν από την χαραμάδα της μετανοίας τους τον έρωτα της ηδονής . Αφού η Μαργιορή δεν έζησε κανονικά την ηδονή ας ζήσει τουλάχιστον την τιμωρία . Κάνει το όνειρό πιο αληθοφανές και το χούφτωμα πιο αισθητό .
Έφυγε σαν μια παραστρατημένη περήφανη πόρνη από την οικογενειακή αυλή του Μίλτου, αφήνοντας τη σύζυγο σε κατάσταση τραγική. Έφυγε περήφανη για τη γυναικεία δύναμη της. Είχε υπόσταση. Είχε λόγο να ζητήσει συγχώρεση από ένα παπά. Δεν ήταν πια όνειρο..ήταν αλήθεια. Βρώμικη, σιχαμένη, αμαρτωλή αλήθεια. Αν σχεδίαζες στο μυαλό την τελικά αμαρτία και δεν την έζησες, ίσως την νοιώσεις σαν πραγματική στην κόλαση των άλλων .
-” τώρα….μήπως νομίζεις ότι ξέρω εγώ από αυτά;” ήταν το μόνο που είπε ο Μίλτος σαστισμένος, όταν γύρισε αργά και αντί για το ζεστό του φαγητό σερβιρισμένο όπως πάντα, βρήκε τα τρία του παιδιά να κλαίνε, νηστικά και πεινασμένα. Ήταν εκείνο το βράδυ, εκείνης της ημέρας που η νόμιμη σύζυγος αποφάσισε να φύγει για πάντα από την λασπωμένη οικογενειακή στέγη. Η Μαργιορή με την εξομολόγηση της είχε απελευθερώσει τη γυναίκα από την ψευτιά, και η γυναίκα είχε απελευθερώσει την Μαργιορή από την αλήθεια.