to top

Εν αρχή ειν το χάος

Στο μπαρ επικρατούσε χάος. Φυσικοί και φιλόσοφοι διαφωνούν αιώνες τώρα τι υπήρξε πριν το big bang. Οι φυσικοί για το σύμπαν και οι φιλόσοφοι για τον έρωτα. Εκείνη την στιγμή σε εκείνο το μπαρ εκείνα τα βλέμματα ήταν the big bang of love. Ένας έρωτας γεννήθηκε όπως δισεκατομμύρια χρόνια πριν γεννήθηκε το σύμπαν. Μια super nova του έρωτα. Ο έρωτας την στιγμή που γεννιέται. Και η δύναμη που προκάλεσε αυτήν την έκρηξη, ήταν απλά μια ματιά. Όχι βέβαια μια συνηθισμένη ματιά. Σαν αυτές που ανταλλάζουν εκατομμύρια άνθρωποι κάθε μέρα.

Ήταν μια ματιά που γεννάει εκατομμύρια ανθρώπους. Σαν αυτή που ίσως αντάλλαξαν αρκετά χρόνια πριν περίεργοι μαλλιαροί πρόγονοι σε σπηλιές και ξεκίνησε ένα ολόκληρο γένος που στα χιλιάδες χρόνια που πέρασαν από τότε αντάλλαξε αντίστοιχες ματιές με άλλα γένη και μας οδήγησαν στο χρόνο κάπου εδώ. Παρόλο που εδώ και κάποια χρόνια οι άνθρωποι σταμάτησαν να κοιτάζουν έτσι, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι καταγόμαστε από τέτοιες ματιές και ότι τις νοιώθουμε γονιδιακά ακόμα. Ανεξήγητα τις νοιώθουμε να διαπερνούν σαν ηλεκτρισμός το σώμα μας.

 

Πάθος το ονομάζουν τώρα. Ένστικτο και άλλα συναφή. Αυτός όμως ήξερε καλά ότι αυτή η ματιά ήταν πρωτόγονη. Μύριζε σπηλιά. Δεν ήταν εκλογικευμένη. Δεν είχε αισθητικά και κοινωνικά πρότυπα, κριτήρια, δεδομένα. Το ότι δεν μπορούσε να περιγράψει το τι έβλεπε ήταν η καλύτερη εξήγηση ότι αυτή η ματιά δεν είχε να κάνει τίποτα με τις αισθήσεις. Άγγιζε τη σφαίρα του μεταφυσικού. Απλά ένοιωθε. Ήταν τόσο δυνατό που υποσκίασε τις υπόλοιπες αισθήσεις. Δεν άκουγε δεν έβλεπε, δε είχε καμία αίσθηση του χώρου και του χρόνου. Αυτό έγινε αντιληπτό όταν οι υπόλοιποι άρχισαν μη παίρνοντας απαντήσεις να τον σπρώχνουν και να τον σκουντάν φωνάζοντας αν του συνέβαινε κάτι. Και δίκιο είχαν. Του συνέβαιναν πολλά. Πάρα πολλά. Τόσα πολλά που συνέβαιναν ακόμα και σε αυτούς τους ίδιους. Έστρεψαν το βλέμμα τους να δουν τι κοίταζε έτσι επίμονα. Και τότε την είδαν και αυτοί. Δέκα μέτρα μακριά.

 

Δίπλα στο μπαρ καθόταν εκείνη. Και αυτή εκτός χρόνου και εκτός τόπου. Σαν καθρέπτης κοίταζε τον Άκη με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Με το ίδιο αρχαίο βλέμμα. Κάποιοι θα το ονόμαζαν κεραυνοβόλο έρωτα. Αυτός το ονόμαζε the big bang of love. Όταν ο λεπτά αργότερα οι ματιές τους αποχαιρετήθηκαν ένα τεράστιο κενό πήρε την θέση του. – Είσαι καλά? Τον ρώτησε ο Γιάννης. Σαν να συνήλθε από σοκ, απάντησε γρήγορα – μια χαρά- και έφυγε σχεδόν τρέχοντας προς την κατεύθυνση της. Σαν άλλος να έδινε εντολές στο σώμα του, έφτασε δίπλα της και προσπάθησε να της μιλήσει. Προσπάθησε γιατί απλά δεν τα κατάφερε. Μια περίεργη κραυγή βγήκε από το στόμα του. Ίδια ακριβώς με αυτή που θα αντάλλαξε εκείνος ο μαλλιαρός πρόγονός του όταν συνάντησε το ταίρι του χιλιάδες χρόνια πριν. Πριν ο άνθρωπος ανακαλύψει τις λέξεις και μπερδέψει τα πράγματα. Σαν άλλη πρωτόγονη και αυτή του απάντησε με μια αντίστοιχη άναρθρη κραυγή. Ή για να ακριβολογούμε απάντησε με ην ίδια ακριβώς κραυγή.

 

Περίεργος συνεννοήθηκαν τέλεια. Ή μάλλον συνενώθηκαν τέλεια. Γέλασαν και οι δύο με τους εαυτούς τους έσφιξαν τα χέρια και σαν να πέρασαν χιλιάδες χρόνια από μέσα τους άρχισαν να επικοινωνούν πλέον τυπικά και πολιτισμένα.
– Χαίρω πολύ, με λένε Άκη.
– Ήβη.
Βυθίστηκαν στην σιωπή. Ο Άκης παρατήρησε ότι το πάτωμα ήταν ξύλινο και μάλιστα βελανιδιά. Πρέπει να το κοίταζε ώρα για να κάνει τέτοια διαπίστωση. Σήκωσε αργά το βλέμμα προς το μέρος της προσεκτικά. Θύμιζε ανέλκυση ναυαγίου. Με τέτοια ταχύτητα και προσοχή ανέβαζε το λαιμό του με το βλέμμα του καρφωμένο σε κάθε εκατοστό του σώματός της. Και η ανέλκυση έκρυβε θησαυρό. Γιατί όταν η ανέλκυση σταμάτησε και το βλέμμα του βγήκε στην επιφάνεια, αυτό που συνάντησε ήταν πραγματικός θησαυρός. Στη θέση των ματιών είχε δύο μεγάλες πόρτες. Πόρτες πρέπει να ήτανε και όχι μάτια γιατί όταν τα κοίταζες απλά έφευγες και ταξίδευες ή επέστρεφες. Ήταν δύο περίεργες πόρτες πράσινες που όταν έμπαινες μέσα το μυαλό σου το κυρίευαν νοσταλγικές σκέψεις.

 

Σαν μια φωτογραφική ανάμνηση συναισθημάτων. Όχι όμως μόνο του πώς ένιωσες κάποια στιγμή στο παρελθόν αλλά σε συνεχή γραμμή με το χρόνο πως ένιωθες και τώρα για τότε. Συγκεκριμένα και ανεξήγητα ο Άκης θυμήθηκε τις κυριακάτικες οικογενειακές βόλτες που έκανε με τους γονείς του μικρός. Αυτό το αίσθημα της ανυπομονησίας. Τις θαλπωρής. Της εξερευνήσεως. Ένιωσε τη μητέρα του να τον ντύνει, Να του φοράει τα καλά του. Να του χτενίζει τα μαλλιά και να του γελάει με εκείνα τα καταγάλανα μάτια γεμάτα καλοσύνη. Ένωσε τον αδερφό του να κάθεται δίπλα στο αυτοκίνητο και να τσακώνονται. Τον πατέρα του να οδηγεί, τη μητέρα του να τραγουδάει δεύτερη φωνή στο τραγούδι του ραδιοφωνικού σταθμού. Που και που την κοίταζε ο πατέρας του, της γέλαγε και της έπιανε το χέρι. Ένιωθε να κοιτάζει από το παράθυρο του αυτοκινήτου τα δέντρα έξω και να του φαίνονται τεράστια. Τα δάση του φαίνονταν τροπικά, οι θάλασσες ωκεανοί, τα ρέματα ποτάμια… Γλυκό συναίσθημα νοσταλγίας για όλους και για όλα. Ο αδερφός του, ο πατέρας του, η μητέρα του.

Οι φωνές, τα γέλια, οι τσακωμοί. Κυριακάτικες διαδρομές αγνώστου κατευθύνσεως στο χώρο και στο χρόνο. Σταμάτησε να κοιτάζει τα πράσινα μάτια του πριν τα δικά του μαύρα γίνουν κόκκινα από το κλάμα. Για στόμα είχε μια μεγάλη αγκαλιά, οπού τα μπράτσα ήταν χείλη. Όταν μίλαγε θύμιζε αγκαλιές. Όλες τις αγκαλιές της ζωής σου. Ένιωθες την αγκαλιά της μητέρας σου. Αυτήν την αγκαλιά που θύμιζε καταφύγιο από ό,τι μπορεί να σου συνέβαινε. Την αγκαλιά για το κρύο, για το χτύπημα, τον πυρετό, την απογοήτευση, τα γενέθλια, το χωρισμό… Την αγκαλιά του πατέρα. Εκείνη τη διστακτική αγκαλιά του σκληρού ανθρώπου που θέλει να σε αγκαλιάσει αλλά δε μπορεί και έτσι βιάζεται να σε αφήσει και σε όσο χρόνο σε σφίγγει ανορθόδοξα και αδέξια πρέπει να καταλάβεις πόσο σε αγαπάει. Την αγκαλιά του αδερφού σου που δεν αντάλλαξες ποτέ αλλά πάντα την εννοούσες και την ήθελες. Τις αγκαλιές με τους φίλους σου. Τις διεκπεραιωτικές. Που συνέβαιναν μόνο σε ακραία γεγονότα και θύμιζαν ότι είναι και αυτοί οικογένεια σου. Τις τυπικές αγκαλιές με αγνώστους και γνωστούς που αντάλλαξες σε στιγμές περίσσιας αγάπης. Τις αγκαλιές τις ερωτικές.

Εκείνες που κράτησαν ώρες μπροστά σε ετοιμοθάνατους ήλιους. Σε γεμάτα φεγγάρια. Σε βουνά, λόφους, παραλίες, τζάκια, σινεμά. Αγκαλιές γυμνές και ντυμένες. Άλλοτε ιδρωμένες και άλλοτε στεγνές. Μα πάνω απ όλα θύμιζε εκείνες τις αγκαλιές του αποχαιρετισμού. Αυτές που ανταλλάσσουμε σε λιμάνια, αποβάθρες τραίνων, σε αεροδρόμια. Πριν από ταξίδια μικρά ή μεγάλα. Εκείνες οι αγκαλιές που προσπαθούν όση ώρα κρατήσουν να ανταλλάξουν με την επαφή ό,τι νοιώθουμε αφήνοντας τα ίχνη τους ο ένας στο σόμα του άλλου.

 

-Ξέχνα τα όλα. Δεν θέλω να μου πεις το όνομα σου. Τι δουλειά κάνεις. Που μένεις. Τι ζώδιο είσαι. Τίποτα μη μου πεις. Τίποτα απολύτως. Δεν έχω νοιώσει ποτέ έτσι. Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό. Δε μοιάζει με τίποτα. Αν πω κάτι θα το χαλάσω. Δε με νοιάζει το παρελθόν σου ούτε το παρελθόν μου. Δε με νοιάζει τίποτα. Εγώ νοιώθω να μην έχω όνομα, να μην έχω σπίτι, διεύθυνση, δουλειά, γονείς, αδέρφια, φίλους. Τίποτα δεν έχω. Άδειασα με το που σε είδα. Το μόνο που θέλω είσαι εσύ.

–Συγνώμη, αλλά δεν άκουσα τίποτα. Ούτε το όνομά σου. Δε με νοιάζει όμως. Ξέχνα τα όλα. Δεν θέλω να μου πεις το όνομα σου. Τι δουλειά κάνεις. Που μένεις. Τι ζώδιο είσαι. Τίποτα μη μου πεις. Τίποτα απολύτως. Δεν έχω νοιώσει ποτέ έτσι. Δεν το έχω ξαναζήσει αυτό. Δε μοιάζει με τίποτα. Αν πω κάτι θα το χαλάσω. Δε με νοιάζει το παρελθόν σου ούτε το παρελθόν μου. Δε με νοιάζει τίποτα. Εγώ νοιώθω να μην έχω όνομα, να μην έχω σπίτι, διεύθυνση, δουλειά, γονείς, αδέρφια, φίλους. Τίποτα δεν έχω. Άδειασα με το που σε είδα. Το μόνο που θέλω είσαι εσύ.

Ποτέ δεν κατάλαβε αν είπε ακριβώς τις ίδιες λέξεις ή από τον πανικό του, του φάνηκε να ακούει τα ακριβή ίδια λόγια. Το σίγουρο ήταν ότι συμφωνούσαν απόλυτα.

Λεονάρδος Μαραμπουτάκης

Να διαβάσετε Τσβάιχ, Τσιφόρο, Καζαντζάκη , Ντοστογέφσκι . Να πάτε στην Κρήτη και στην φλωρεντια . Να φάτε τραγομακαρανοδα. Να παίξετε σκάκι . Να ακούσετε Sergei Prokofiev και Metallica . Όσο για το βιογραφικό μου . Όλα τα παραπάνω .

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following