“Το τάβλι”, του Δημήτρη Κεχαΐδη, σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Ρήγας, πρωταγωνιστούν: Αλέξανδρος Ρήγας, Αντώνης Κρόμπας.
Ο Κόλιας και ο αδελφός της γυναίκας του, ο Φώντας, περνούν ακόμη ένα μεσημέρι παίζοντας τάβλι. Φωνάζουν, γελάνε, χάνουν, κερδίζουν, τσατίζονται, μετράνε τις ζαριές σε έναν χρόνο που μοιάζει να έχει κολλήσει σε ένα αέναο τώρα. Οι ίδιοι ήχοι, τα ίδια πλακώματα, το ίδιο φως, το ίδιο σπίτι, το ίδιο τάβλι, η ίδια παρτίδα. Μόνο που αυτό εδώ το μεσημέρι δείχνει πως κάτι θα αλλάξει. Ή τουλάχιστον, αυτό ελπίζει ο Φώντας που αναλύει στον κουνιάδο του τη μεγάλη ιδέα που θέλει να εφαρμόσουν ώστε να πιάσουν την καλή.
Η τεράστια αξία ενός κειμένου είναι η ένταξή του μέσα στο κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι και πρωτίστως η ταυτότητά του, γλωσσική, εθνική, ταξική. Όσο πιο συγκεκριμένες και συνυφασμένες με τον πυρήνα της αφήγησης είναι αυτές οι αναφορές έμπνευσης, τόσο περισσότερο το έργο αποκτά αξία και ουσία διαχρονική.
Ο Δημήτρης Κεχαΐδης παρέδωσε το 1972 ένα κείμενο-επιτομή της ελληνικής πραγματικότητας και μαζί ένα ψυχογράφημα αυτού του ίδιου του DNA του Έλληνα που γαλουχήθηκε μέσα στο τίποτα και στις φρούδες ελπίδες, βολεμένος σε μια καθημερινότητα που όμως τον καταπλακώνει. Στο Υπόγειο του Κουν ανέβηκε πρώτη φορά (πού αλλού θα μπορούσε άλλωστε;) και έκτοτε έχει επιστρέψει ουκ ολίγες φορές -εγώ το είχα πρωτοδεί στο Εμπρός, σε σκηνοθεσία Τάσου Μπαντή, με τον Δημήτρη Στέργιογλου και τον Άγη Εμμανουήλ.
Άρτια γραμμένο και στρωτό το κείμενο, φαντάζει εύκολο ως εγχείρημα, όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που οι παγίδες που κρύβει αποδείχτηκαν πολύ περισσότερες από τις φαινομενικές ευκολίες του. Βλέπετε, οι μεταβάσεις από τον ωμό ρεαλισμό σε μια κρυφή ποιητικότητα και από την κωμική ηθογραφία σε μια βαθιά τραγικότητα, είναι τόσο συχνές και μαζί τόσο απότομες, που εύκολα το “Τάβλι” μπορεί να εκτροχιαστεί σε μια νεοελληνιάδα ολκής.
Όχι όμως στην παράσταση που παρακολούθησα τις προάλλες στο “Από Μηχανής”, όπου το “Τάβλι” παρουσιάζεται με έναν πρωτοφανή σεβασμό που σπανίζει πια στο θέατρο. Η αφοριστική ευκολία κάποιων να αποδομήσουν ένα κείμενο, “πατώντας” επάνω του για να προωθήσουν το κενοφανές εγώ τους τείνει να γίνει καθεστώς στα καθ’ ημάς θεατρικά. Στην αντίπερα όχθη υπάρχουν και κάποιοι που αντιμετωπίζουν τα σπουδαία κείμενα, όπως αυτό, με δέος, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε λατρευτικά ανεβάσματα, χωρίς ψυχή.
Ο Αλέξανδρος Ρήγας, στο δικό του “Τάβλι” ούτε κομπορρημονεί ούτε φοβάται. Αντιθέτως, σε φάση σκηνοθετικής και ερμηνευτικής ωριμότητας, διαβάζει, κατανοεί, και ερμηνεύει το σπουδαίο κείμενο του Κεχαΐδη, διατηρώντας το ιστορικό-κοινωνικό πλαίσιο του χωροχρόνου της ιστορίας, μεταλαδαμπαδεύοντας όμως τις συνθήκες του στο σήμερα -και ενδεχομένως και στο πάντα.
Απογυμνωμένος από οτιδήποτε έχει σκηνοθετήσει ή έχει παίξει στο παρελθόν (στα οποία και είχε διαπρέψει), επανεφευρίσκει τον καλλιτεχνικό του εαυτό και παραδίδει μια παράσταση με νεύρο, ένταση, χιούμορ και κουρδισμένη στο δευτερόλεπτο, αναδεικνύοντας το κείμενο και την έμπνευση του συγγραφέα, τα οποία με τη σειρά τους αναδεικνύουν τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες. Ως αποτέλεσμα, η σκηνή του Από Μηχανής ξεχειλίζει από τη σπιρτάδα του λόγου και από ρόλους άρρηκτα συνδεδεμένους με την ουσία της ύπαρξής τους.
Σε μαύρο φόντο και με σκηνικό διάκοσμο ρεαλιστικού μινιμαλισμού (Λία Ασβεστά) κάτω από φώτα που είτε χαϊδεύουν με ζεστασιά τους δύο ήρωες είτε τους γωνιάζουν με σκληρότητα, φορώντας ρούχα το ίδιο φθαρμένα και καταπονημένα όπως και οι ψυχές τους (Ελένη Μπλέτσα), ο Κόλιας και ο Φώντας βουτάνε στα βαθιά της ελληνικής θάλασσας των λαμόγιων και εξηγούν πώς ολόκληρη η χώρα (και μαζί της και ολόκληρος ο κόσμος) έφτασε έως εδώ. Και μέσα σε όλο αυτό το απολαυστικό μα και ανελέητα σκληρό λεκτικό πήγαινε-έλα, εισπράττεις το ιστορικό πλαίσιο και μέσα από αδιόρατες σινεφίλ αναφορές σε δεκάδες αντίστοιχους ήρωες του ελληνικού σινεμά -εκτός πάλι κι αν εγώ καθρέφτισα τις δικές μου σκέψεις σε ό,τι έβλεπα να εκτυλίσσεται μπροστά μου.
Ως Κόλιας, ο Αλέξανδρος Ρήγας επενδύει στην αφελή σπιρτάδα με την οποία κοντράρει την ψευτομαγκιά και το αντριλίκι του χαρακτήρα, που με τη σειρά τους αποτελούν απλά προσωπεία που καλύπτουν τον πηγαίο φόβο μέσα του, για όσα έκανε, για όσα δεν έκανε και για όσα δεν τολμάει να κάνει. Παντρεύοντας αρμονικά κίνηση και βλέμμα με φωνή, χαρίζει έναν απογυμνωμένο ρεαλισμό στον ρόλο, επιτρέποντας στον θεατή να κοιτάξει μέχρι τα τρίσβαθα της ψυχής του.
Σε πλήρη ερμηνευτική αρμονία, ο Φώντας του εκρηκτικού Αντώνη Κρόμπα αποκτά ιδίωμα ενός λαϊκά χειριστικού ανθρώπου που όσο περνά η ώρα αποποιείται και τα τελευταία ψήγματα ηθικής προς χάριν μιας ουτοπικής ευτυχίας εις βάρος όλων των άλλων. Η συνύπαρξη των δύο στη σκηνή καταλύει την έννοια του χρόνου και είτε έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι στο δικό τους τώρα, παρακολουθώντας ολόκληρη τη ζωή τους πίσω από το παράθυρο του γείτονα, είτε πως η παράσταση τελείωσε προτού καν ξεκινήσει, αφού όμως την έχεις εισπράξει στο μεδούλι σου για να την κρατήσεις μέσα σου ως κάτι το πολύτιμο και το πολύ προσωπικό. Άργησα να δω αυτό εδώ το “Τάβλι”, το ξέρω, και κατά συνέπεια άργησα και να γράψω σχετικά, όμως προλαβαίνετε μέχρι τις 25 Μαΐου.
• Από Μηχανής Θέατρο – Πάνω Σκηνή – Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο
Παραστάσεις: Παρασκευή έως Κυριακή στις 21:00.