to top

Είδαμε την παράσταση | Brokeback Mountain

Είδαμε την παράσταση | Brokeback Mountain

“Brokeback Mountain” του Άσλεϋ Ρόμπινσον, από το διήγημα της Άννι Πρου, τραγούδια: Τζων Γκιλέσπι Σελς, μετάφραση: Έρι Κύργια, σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ρήγος, πρωταγωνιστούν: Δημήτρης Καπουράνης, Μιχαήλ Ταμπακάκης, Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή, Δημήτρης Καπετανάκος, Δωροθέα Μερκούρη.

Δύο εποχικοί γελαδάρηδες, ο Ένις Ντελ Μαρ και ο Τζακ Τουίστ βρίσκονται να δουλεύουν το καλοκαίρι παρέα στο όρος Μπρόουκμπακ του Ουαϊόμινγκ. Σε αυτό το σκληροτράχηλο τοπίο και μέσα στην απόλυτη μοναξιά, γεννιέται ο έρωτας που θα στιγματίσει τη ζωή και των δύο.

 

 

Ενδεχομένως ούτε η ίδια η συγγραφέας, η Άννι Πρου, περίμενε τον τεράστιο αντίκτυπο που θα προκαλούσε στο κοινό αλλά και στον καλλιτεχνικό κόσμο το διήγημα “Brokeback Mountain” όταν πρωτοδημοσιεύθηκε το 1997 στο περιοδικό “The New Yorker”. Τις αρχικές βραβεύσεις ακολούθησε μια σχετικά εκτενέστερη εκδοχή που φιλοξενήθηκε στην υποψήφια για Πούλιτζερ συλλογή διηγημάτων που η Άννι Πρου κυκλοφόρησε το 1999 με τίτλο “Close Range: Wyoming Stories”, από όπου μάλιστα αντλήθηκε η έμπνευση για την εμβληματική ταινία του Ανγκ Λη.

Το “Brokeback Mountain”, όμως, δεν σταμάτησε στη μεγάλη οθόνη, καθώς ενέπνευσε την ομότιτλη όπερα που ο Τσαρλς Γουόρινεν συνέθεσε το 2014 σε λιμπρέτο της ίδιας της συγγραφέως, και η οποία έκανε πρεμιέρα στο Teatro Real της Μαδρίτης, όπως και το θεατρικό του Άσλεϋ Ρόμπινσον με το οποίο έχουμε να κάνουμε σήμερα. Πολύ πρόσφατο το έργο, έκανε πρεμιέρα μόλις το 2023 στο ολοκαίνουργιο θέατρο @sohoplace του λονδρέζικου Γουέστ Εντ, αφήνοντας θετικές εντυπώσεις. Αν πάντως μου επιτρέπετε να σας μεταφέρω τα λόγια ενός φίλου, η δική μας εκδοχή “Brokeback Mountain”στο Θέατρο Κνωσσός είναι καλύτερη από αυτήν του Λονδίνου.

Προσωπικά, δεν γίνεται να έχω άποψη, αλλά μπορώ εύκολα να τον πιστέψω, επειδή πολύ απλά παρακολουθώντας την παράσταση του Κωνσταντίνου Ρήγου διαπιστώνεις πως είναι πολύ καλύτερη από το έργο αυτό καθ’ εαυτό.

Γραμμένο σε έναν πιο ρεαλιστικό τόνο, ποτισμένο στην αγριάδα της γης και της εποχής της, το κείμενο του Άσλεϋ Ρόμπινσον αφηγείται προφανώς την ιστορία που μάθαμε και αγαπήσαμε μέσα από την ταινία, χωρίς όμως να ενστερνίζεται τον λυρισμό της και το συναίσθημα που τον ακολουθούσε. Εξ αρχής δηλώνεται άλλωστε πως δεν πρόκειται για θεατρική διασκευή της ταινίας αλλά του διηγήματος, με σεβασμό στην ωμότητα και στην πικρή αλήθεια του.

Με την αφήγηση δομημένη σε πολλές, σύντομης διάρκειας εικόνες, σε διαρκώς εναλλασσόμενο τόπο και χρόνο, το “Brokeback Mountain” του Άσλεϋ Ρόμπινσον δεν στηρίζεται στον λόγο αλλά στα περιστατικά, παραθέτοντας αποσπασματικές στιγμές από τη ζωή των δύο αυτών καταδικασμένων εραστών μέσα σε έναν ορίζοντα εικοσαετίας. Κατά συνέπεια, στερείται του θεατρικού λυρισμού που προτάσσει η συναισθηματική κατάσταση των ηρώων και κατά συνέπεια αυτών των “μεγάλων” στιγμών που οι ηθοποιοί θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως ερμηνευτικά εργαλεία.

Εξ ου και τα καταλυτικής σημασίας country τραγούδια που ο Τζων Γκιλέσπι Σελς έγραψε ειδικά για την παράσταση, τα οποία λειτουργούν ως συνδετικός και συναισθηματικός κρίκος του έργου. Στην περίπτωσή μας δε, τα τραγούδια ερμηνεύει απλά εξαιρετικά η Δωροθέα Μερκούρη, με φωνητική άνεση, συναίσθημα και πηγαία αυθεντικότητα που σε ταξιδεύουν στο Ουαϊόμινγκ και στο Νάσβιλ. Υπέροχη.

Ο Κωνσταντίνος Ρήγος, όμως, επειδή δεν γεννήθηκε χθες, προφανώς και αντιλήφθηκε τον εκ του κειμένου στεγνό και αποσπασματικό τόνο της αφήγησης και κινήθηκε με μοναδική δημιουργική μαεστρία, πλάθοντας ένα ενιαίο σκηνικό, αφηγηματικό σύμπαν που λειτουργεί από μόνο του ως συναισθηματικός καταλύτης και μετατρέπει την αποσπασματική αφήγηση σε μέρος μιας “χορογραφημένης” ροής, στην οποία δεν συμμετέχουν μόνο οι ηθοποιοί και οι μουσικοί, αλλά κάθε επί μέρους στοιχείο της σκηνής.

Σχεδιάζει ο ίδιος τα σκηνικά και τα μετατρέπει σε παράγοντα της ίδιας της σκηνοθεσίας καθώς και σε έναν επί πλέον πρωταγωνιστή που λαμβάνει ουσιώδες μέρος στην παράσταση, ρίχνοντας διαρκώς στις τρεις ξύλινες επιφάνειες της αχανούς σκηνής εικόνες, φωτογραφίες, τίτλους και βίντεο (Βασίλης Κεχαγιάς) που ορίζουν τόπο, χρόνο, εποχή, συναίσθημα και λυρισμό, έτσι όπως αλλάζουν υπό τον ήχο αυτού του παλμού της καρδιάς που μοιάζει και με ρολόι που μετράει αντίστροφα για το αναπόφευκτο τέλος. Η λειτουργικότητα του σκηνικού είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη για την αναπάντεχη πολυμορφικότητά του που εμφανίζει ή καταπίνει αντικείμενα και ηθοποιούς.

Οι φωτισμοί του Χρήστου Τζιόγκα παντρεύουν τον ρεαλισμό της ιστορίας με τον επιβεβλημένο από τον σκηνοθέτη λυρισμό της παράστασης, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη χαίρουν αυθεντικότητας και αισθητικής λεπτομέρειας, ενώ ο άρτιος σχεδιασμός ήχου επιτρέπει στις ερμηνείες, στα τραγούδια στη μουσική και στην ορχήστρα (ενορχήστρωση-μουσική: Δημήτρης Αρώνης/Moa Bones) να ακούγονται κρυστάλλινα.

 

Ως αποτέλεσμα όλων αυτών και εντάσσοντας τους χαρισματικούς ηθοποιούς του σε αυτό το δραματουργικής ακρίβειας και λειτουργικότητας εικαστικό σύμπαν, τους δίνει την ευκαιρία να λάμψουν, μπολιάζοντας με συναίσθημα και ανθρωπιά κάθε σύντομη εικόνα. Ο Δημήτρης Καπουράνης συνεχίζει το εντυπωσιακό του σερί μετά το “Μια Άλλη Θήβα” (που έχει μετακομίσει επίσης στο Κνωσσός), χαρίζοντάς μας απλόχερα έναν Τζακ αυθόρμητο, ειλικρινή και ζωώδη σε κάποιες στιγμές, χωρίς ίχνος επιτήδευσης ή “ερμηνείας”, αφοπλιστικά ρεαλιστικό μέσα στον πόνο και την αλήθεια του.

Είναι τόσο αρμονικά ενταγμένος στην ύπαρξη του ρόλου που σχεδόν “ακούς” την ορεσίβια, αμερικανική προφορά στην ομιλία του, ενόσω ο ίδιος μιλάει σε απλά, καθημερινά Ελληνικά (έχει εξαιρετική ροή και τόνο η γλώσσα που μεταχειρίστηκε για τη μετάφραση η Έρι Κύργια). Στον αντίποδα του ορμητικού Τζακ βρίσκεται ο φοβικά ενοχικός Ένις, στον οποίο ο Μιχαήλ Ταμπακάκης προσφέρει μια γλυκιά αμηχανία, εσωτερικό πόλεμο και ένα επιβλητικό παράστημα, που σε συνδυασμό με την αυθεντικότητα στη στάση και στην κίνηση μοιάζει να γεννήθηκε και να μεγάλωσε σε αγροκτήματα του Γουαϊόμινγκ.

Κι αν με τα λόγια φοβάται μέχρι τέλους να ξεστομίσει όσα νιώθει, τα μιλάει με το βλέμμα που διαπερνά τον συμπρωταγωνιστή του, την απόσταση και τις ψυχές μας. Την παράσταση συμπληρώνουν ο πάντοτε επιβλητικός Δημήτρης Καπετανάκος, ο οποίος αφομοιώνει τους τρεις διαφορετικούς ρόλους που υποδύεται με ειλικρινές συναίσθημα και ερμηνευτική λογική και η Κορίνα-Άννα Γκουγκουλή, ξεκάθαρη στα ξεσπάσματα και στη συγκινησιακή της μετατόπιση.

Κλείνοντας, οφείλω να αναφερθώ στην υπέροχη ανακαίνιση που έχει γίνει στο θέατρο Κνωσσός, που πλέον ως σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου έχει αποκτήσει μια χαμένη και ξεχασμένη αίγλη, ενδεχομένως άγνωστη σε πολλούς. Ως κάτοικος της περιοχής, βρήκα τη νέα όψη του έως και συγκινητική, εάν αναλογιστεί κανείς ότι είχα πρωτομπεί στο -σινεμά τότε- Κνωσσός μικρό παιδάκι, για να δω τον “Παύλο Μελά” (μετέπειτα, είχα δει κι άλλες ταινίες συγκεκριμένου είδους εκεί, αλλά δεν είναι της παρούσης). Είναι τόσο όμορφο που μοιάζει αγνώριστο, ενώ το κόκκινο ύφασμα στις πολυθρόνες τού πηγαίνει πολύ περισσότερο από το πράσινο.

 

• Θέατρο του Νέου Κόσμου -Κνωσσός – Κνωσσού 11, Πατήσια
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 20:00, Πέμπτη & Παρασκευή στις 21:00, Σάββατο στις 21:15, Κυριακή στις 20:00.

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following