to top

Είδαμε την παράσταση | Αγρυπνία

Είδαμε την παράσταση | Αγρυπνία

“Αγρυπνία” του Δημήτρη Δημητριάδη, σκηνοθεσία: Αντώνης Καλογρίδης, πρωταγωνιστούν: Τάκης Σακελλαρίου, Ιωάννα Ασημακοπούλου, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Σταύρος Τσουμάνης, Ντένης Μακρής, Δημήτρης Δρόσος, Νικόλας Χαλκιαδάκης.

Σε έναν δυστοπικό κόσμο θεών και ανθρώπων, ένας έρωτας έμεινε σε κάποιο αλλοτινό βλέμμα που πάγωσε στον χρόνο και άφησε το πεπρωμένο ανεκπλήρωτο. Δυο αγόρια που κοιτάχτηκαν για να χαθούν μετά στο κενό της απουσίας, ξεδιψούν ο ένας στο κυνήγι της σάρκας και ο άλλος στα τρίσβαθα της θεϊκής ψυχής του.

Και κάπου εκεί, στο Master Tower, ερωτικό μπουντρούμι που ορθώνεται σαν τον πύργο της Βαβέλ ψηλά στον ουρανό που τον κρύβει ο καπνός από τις βόμβες που αντηχούν, μια μάνα κι ένας πατέρας αγωνιούν για το μέλλον του παιδιού τους, μια πόρνη τολμά να διεκδικήσει πίσω της ζωή της κι ένας αφέντης της νέας πραγματικότητας διαπραγματεύεται τη δύναμη του Δία.

 

 

 

 

Ο Αντώνης Καλογρίδης διαβάζει με ιδιαίτερο τρόπο το ευφάνταστο κείμενο “Τα δώρα της νύχτας” του Δημήτρη Δημητριάδη και ταυτόχρονα μεταμορφώνει έναν παρατημένο και σχετικά άγνωστο κινηματογράφο με “αμαρτωλό” παρελθόν σε υπερ-σύγχρονο θέατρο και ταυτόχρονα τόπο ολόκληρης της παράστασης. Το “Πίκολο”, σινεμά β’ προβολής στις αρχές της Συγγρού, ναός του πορνό για πολλά χρόνια και κλειστός επί τουλάχιστον μία εικοσαετία, γεννιέται ξανά για να φιλοξενήσει το νέο καλλιτεχνικό στέκι του Αντώνη Καλογρίδη, ο οποίος με τη σειρά του τον καθιστά μέρος του σκηνικού από την είσοδο κιόλας.

Αν το Master Tower, κέντρο της ακολασίας στην παράσταση και έδρα του εγκληματικού Ρόδη που ονειρεύεται την απόλυτη εξουσία, είναι στην κυριολεξία πύργος που ορθώνεται στον ουρανό, το υπόγειο “Πίκολο” (ως “Συγγρού 33” πλέον) οδεύει στα τρίσβαθα της γης, σαν πύργος που ορθώνεται προς την Κόλαση σε μια αντεστραμμένη πραγματικότητα. Από τη μουσική κιόλας που ακούγεται στο πεζοδρόμιο, τη φωτεινή επιγραφή, τον διάκοσμο γύρω από το ταμείο, μέχρι τις σκάλες που οδηγούν στην αίθουσα και τα κοστούμια των ανθρώπων στην υποδοχή, τα πάντα υπόσχονται μια εμβυθιστική εμπειρία σε έναν αλλόκοτο κόσμο, με αποτέλεσμα το έργο να αρχίζει να επιδρά επάνω σου προτού ακόμα ξεκινήσει.

Η ίδια η αίθουσα, αγνώριστη πλέον, industrial και minimal, με τις πλέον απρόσμενες πολυθρόνες και με το μπαρ ως μέρος της ύπαρξής της, μοιάζει να ανήκει στο σύμπαν του συγγραφέα με στοιχεία του σκηνικού να αποτελούν συνέχεια στοιχείων της διακόσμησης στις σκάλες και στους χώρους υποδοχής. Οπότε, εν αγνοία σου, η “Αγρυπνία” έχει ήδη αρχίσει να σου τρώει σιγά-σιγά τα σωθικά, προτού ακόμη το σκοτάδι σηματοδοτήσει το ξεκίνημά της.

Ικανότατος οραματιστής και συνάμα αξιακός μέσα στην υπερβολή του σκηνοθέτης, ο Αντώνης Καλογρίδης παραδίδεται άνευ όρων στο πάθος και στο δέος του κειμένου και στήνει μια ασυγκράτητη οπτικοαουστική εμπειρία, με κορυφαία αισθητική και ερμηνευτικό παλμό στη δραματουργία της. Θρίλερ, love story και πανανθρώπινη οδύνη σε συσκευασία graphic novel, η “Αγρυπνία” ενοχλεί, συναρπάζει, προκαλεί, γοητεύει και σε γραπώνει έτσι όπως εξελίσσεται εκκωφαντική και εκτυφλωτική σαν ανίερη λειτουργία.

Μάλιστα, οφείλω να σημειώσω πως πρόκειται για μία από αυτές τις περιπτώσεις στο θέατρο όπου το ταλέντο όλων των εμπλεκόμενων μερών γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι της εμπειρίας και όχι απλά συνοδός της. Τα εμπνευσμένα σκηνικά του Αντώνη Καλογρίδη και του Βαγγέλη Τάκου, τα αλλόκοσμα και μαζί τελετουργικά κοστούμια της Λένας Κατσανίδου, οι συγκλονιστικοί φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη και του Αντώνη Καλογρίδη, η video art του Κάρολου Πορφύρη και η εξαιρετική από κάθε άποψη μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα είναι οι επιπλέον πρωταγωνιστές της παράστασης, αφού χωρίς αυτούς η “Αγρυπνία” δεν θα μπορούσε να υπάρξει.

Είναι ξεκάθαρο πως τα πάντα μπήκαν στο τσουκάλι εξ αρχής για να γεννηθεί το έργο στο σύνολό του, ως σκηνοθετικό εύρημα και όραμα που συντελούν στο συναρπαστικό αυτό εγχείρημα.

Στα όρια του θεάτρου φόρμας χωρίς όμως να αποποιείται τον μεταφυσικό ρεαλισμό της, η “Αγρυπνία” προτάσσει περιορισμούς στην ερμηνευτική παλέτα των ηθοποιών της που -άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο- καλούνται να αναδείξουν χαρακτήρες και σύμβολα με διακριτά “σόλο” αλλά και τελετουργικά “χορικά” συνόλου σε μια αρμονική συμφωνία συνύπαρξης επί σκηνής. Αγνώριστη κυριολεκτικά η Νικολέτα Κοτσαηλίδου αγγίζει ευαίσθητες ερμηνευτικές χορδές στον ρόλο της πόρνης Ντέας που νόμισε για αυτές τις λίγες ώρες μιας νύχτας ότι μπορούσε να ονειρευτεί μια καινούργια ζωή.

Εφηβικά εύθραυστος από τις καταχρήσεις και τον έρωτα, ο Λίνος του Σταύρου Τσουμάνη διεκδικεί το άλλο του μισό και την ύπαρξή του ολόκληρη, ημιτελής άντρας και τρομαγμένο παιδί, μπροστά στο θείο μεγαλείο της οντότητας του Φειδία, εκείνου του αγοριού με το οποίο κάποτε τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν τυχαία και που τώρα στέκει βουβός μπροστά του. Δύσκολη η περίπτωση του Φειδία για τον επιβλητικό Νικόλα Χαλκιαδάκη, ο οποίος έχει να διαχειριστεί έναν ρόλο-σύμβολο που δεν αφήνει περιθώρια έκφρασης, έτσι όπως καλείται να τον αποδώσει περισσότερο με το παράστημα και με τη γοητευτική παρουσία του.

Κι ύστερα έρχεται η στιγμή της μεταμόρφωσης, όταν η φωνή και το άσβεστο πάθος που ξεχειλίζει σαν ιερή φωτιά από μέσα του αντηχούν στην αίθουσα και στους θεατές, τρομάζοντας ακόμα και τον πατέρα του, τον οποίο υποδύεται με εγκράτεια ο Δημήτρης Δρόσος. Συγκλονιστικός ο Ντένης Μακρής στον ρόλο του παντοκράτορα Ρόδη, απειλητικά δυσοίωνος και τρομακτικός, αποδίδει στον ρόλο μια φρικιαστική ελαφρότητα με υπαινιγμούς Τζόκερ, χωρίς ποτέ να χάσει το μέτρο, μπαίνοντας βαθιά στη σκοτεινή ψυχή του δαίμονα που υποδύεται.

Ο Τάκης Σακελλαρίου, στον ρόλο του Ευσέβιου, του πατέρα του Λίνου, βυθίζεται σε επικίνδυνα μονοπάτια χειραγώγησης και ιερού πολέμου, χαμένος στην αγωνία του και στον ενάρετο Θεό του, στο όνομα του οποίου είναι έτοιμος να συμμαχήσει με τον Διάβολο. Στο πλευρό του, η σύζυγός του Δροσούλα, στο πρόσωπο της Ιωάννας Ασημακοπούλου αποκτά τον φόβο και την αιώνια αγάπη της μάνας που εν τέλει αφήνει πίσω της τα δικά της “πρέπει” για να αφοσιωθεί στα “θέλω” του γιου της. Συγκινητική, ανήσυχη, υποταγμένη αρχικά, έως ότου η οδύνη την απελευθερώνει για πάντα. Η τελευταία της φράση είναι μαχαιριά στην ψυχή.

• Συγγρού 33 – Λεωφόρος Συγγρού 33, Κουκάκι
Παραστάσεις: Τετάρτη στις 20:00, Πέμπτη έως Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 18:15

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following