Ο Indiana Jones και ο Δίσκος του Πεπρωμένου, έιναι περιπέτεια φαντασίας των Disney/Paramount/LucasFilm, σε σκηνοθεσία Τζέημς Μάνγκολντ, με τους Χάρισον Φορντ, Φοίβη Γουώλερ-Μπριτζ, Μαντς Μίκελσεν, Αντόνιο Μπαντέρας, Τζων Ράις-Ντέηβις, Κάρεν Άλλεν, Τόμας Κρέτσμαν, Τόμπυ Τζόουνς, Ήθαν Ίσιντορ.
Λίγες μόλις ώρες μετά τη συνταξιοδότησή του από το Πανεπιστήμιο όπου διδάσκει, ο Ιντιάνα Τζόουνς δέχεται την απρόσμενη επίσκεψη της βαφτιστήρας του, της Έλενα, κόρης ενός παλιού του φίλου και συναδέλφου. Αυτά που του αποκαλύπτει θα τους οδηγήσουν σε ένα ταξίδι στο παρελθόν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αναζητώντας το δεύτερο μισό του Δίσκου των Αντικυθήρων, προτού πέσει στα χέρια ενός Γερμανού επιστήμονα που θέλει να αναβιώσει την εξουσία των Ναζί.
Απολαυστικός, εντυπωσιακός, διασκεδαστικός, ελληνικού ενδιαφέροντος και πιο ώριμος, ο πολυαγαπημένος Indiana Jones επιστρέφει για τελευταία (μάλλον) φορά στη μεγάλη οθόνη και αποδεικνύει περίτρανα πως οι αληθινοί ήρωες δεν γερνούν ποτέ και πως το καλό, ψυχαγωγικό σινεμά είναι εδώ, κόντρα στη δυσκοιλιότητα πολλών. Με το μουσικό θέμα του Τζων Γουίλλιαμς να δονεί τα ηχεία και να προκαλεί ακόμα ανατριχίλες 42 ολόκληρα χρόνια μετά, ο “Δίσκος του Πεπρωμένου” είναι άλλο ένα εξαιρετικό κεφάλαιο στη βιογραφία του εξερευνητή αρχαιολόγου, με τη δράση να τοποθετείται αυτή τη φορά 12 χρόνια αργότερα από το “Κρυστάλλινο Κρανίο”, στο 1969.
Στους δρόμους αντηχούν τα συνθήματα των διαδηλώσεων κατά του πολέμου του Βιετνάμ αλλά και οι ιαχές ενθουσιασμού για τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στο φεγγάρι, την ίδια στιγμή που στο διαστημικό πρόγραμμα των ΗΠΑ κρύβονται Ναζί εγκληματίες πολέμου, υποβοηθούμενοι από τη CIA, σε μια ξέφρενη κούρσα ανταγωνισμού στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου.
Κάπως έτσι, ο Indiana Jones έρχεται ξανά αντιμέτωπος με τον αστροφυσικό Γιούργκεν Βόλερ, τέως Ναζί αξιωματικό που σήμερα εργάζεται με ψεύτικη ταυτότητα για τη NASA. Οι δυο τους είχαν συναντηθεί ξανά το 1944, προσπαθώντας αμφότεροι να αποκτήσουν το ήμισυ του Δίσκου του Αντικυθήρων, τον οποίο ο Βόλερ θέλει πεπεισμένος για τις υπερφυσικές του δυνάμεις.
Και κάπως έτσι, ξεκινά μια χορταστική περιπέτεια που μας ταξιδεύει από το Μαρόκο στην Ελλάδα και από εκεί στη Σικελία και στον χρόνο, χάρη σε ένα ευρηματικό σενάριο που εκμεταλλεύεται (χωρίς όμως να συλεί) το παρελθόν του Ιντιάνα, συνδέοντας πρόσωπα, καταστάσεις και ιστορίες, πρωτίστως για να χρωματίσει την προσωπικότητα του ήρωα με όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ωριμότητας και πόνου που δικαιολογούν (ή όχι) τις αντιδράσεις του, χωρίς να παύουν βέβαια να προσφέρουν άπλετη συγκίνηση στους λάτρεις της σειράς και σε όλους εμάς που μεγαλώσαμε μαζί του.
Οι ρυτίδες και η σωματική κόπωση του Indiana Jones είναι ασορτί με τις δικές μας ρυτίδες και με την κόπωση που επιβάρυνε το δικό μας σώμα από τότε που ήμαστε 15 χρονών παιδιά που παρακολουθούσαμε με στόμα και μάτια ορθάνοιχτα τη “Χαμένη Κιβωτό”.
Ο “Δίσκος του Πεπρωμένου” όμως δεν είναι μια ταινία που ποντάρει απλά στη συγκινησιακή φόρτιση του παρελθόντος για να διεκδικήσει τη θέση της στο σύγχρονο σινεμά. Η (κριτική) ματιά της είναι σημερινή, όπως εξίσου σύγχρονος είναι ο τρόπος με τους οποίους διαχειρίζεται τους χαρακτήρες, πάντοτε βέβαια εντός του ιστορικού πλαισίου της αφήγησης. Οπότε, η ηρωίδα της ταινίας, η Έλενα, δεν είναι πλέον ένα αβοήθητο κορίτσι που χρήζει διαρκούς βοήθειας, αλλά μια γυναίκα καπάτσα, ύπουλη, ανεξάρτητη και με πνεύμα χαρισματικό, ειδικά έτσι όπως την ερμηνεύει η επίσης χαρισματική Φοίβη Γουώλερ-Μπριτζ.
Την παρακολουθείς στην ταινία και πραγματικά θαυμάζεις αυτό το tabula rasa πρόσωπό της που μοιάζει με παλέτα διαρκών συναισθηματικών μεταπτώσεων που εναλλάσσονται απλά και μόνο με διακριτικές διαφορές στο βλέμμα ή από τη γραμμή των χειλιών της. Είναι σπουδαία, πραγματικά. Ο Μαντς Μίκελσεν διασκεδάζει αφόρητα τον ρόλο του α-λα Τζέημς Μποντ παρανοϊκού επιστήμονα, ενώ μεγάλη και ευχάριστη έκπληξη αποτελεί η σύντομη εμφάνιση του Αντόνιο Μπαντέρας.
Όσο για τον Χάρισον Φορντ, όντας εξαίρετος ηθοποιός, μετουσιώνει τα γερατειά του Ιντιάνα στη δική του ηλικία, και μέσα από την ερμηνευτική του ωριμότητα υποδύεται μοναδικά τον ρόλο, με όλα τα ψυχικά και σωματικά βάρη που κουβαλά. Η αρχική σεκάνς δε όπου τον συναντάμε στα νιάτα του είναι μοναδική σε τεχνική και αισθητική αρτιότητα, αφού βλέπεις με τα ίδια σου τα μάτια τον Χάρισον Φορντ έτσι όπως τον είχες πρωτοδεί στον πρώτο “Πόλεμο των Άστρων”.
Αφήστε δε που στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, αυτή η εναρκτήρια σεκάνς τιμά την παράδοση που ήθελε όλες τις προηγούμενες περιπέτειες να αποτίνουν φόρο τιμής σε κάποιο κινηματογραφικό είδος ή ταινία, με “Το τραίνο” αυτή τη φορά να έχει την τιμητική του.
Ο Τζέημς Μάνγκολντ χειρίζεται εξαιρετικά το υλικό του, χωρίς να μιμείται αλλά παρ’ όλα αυτά να σέβεται το ύφος των ταινιών που ακολούθησαν, με αποτέλεσμα να μην εντοπίζεται πουθενά η απουσία του Σπήλμπεργκ, μολονότι προσωπικά θα ήμουν περίεργος να δω πώς θα “διάβαζε” ο ίδιος τον Ιντιάνα 15 χρόνια μεγαλύτερος και πιο ώριμος σκηνοθετικά.
Κλείνοντας, να επισημάνω απλά, πως “Ο Indiana Jones και ο Δίσκος του Πεπρωμένου” είναι το τρίτο κατά σειρά καλοκαιρινό blockbuster του 2023 που πέφτει θύμα “οργισμένων” θεατών που το λιθοβολούν για λόγους που δεν άπτονται ουδαμώς της ταινίας. Η “οργή” και η “αγανάκτηση” των fanboys (and girls) θα ήταν απλά γραφική και διασκεδαστική, εάν δεν συνδυαζόταν επικίνδυνα με φασίζουσες συμπεριφορές που λιθοβολούν ταινίες με την ίδια ευκολία που κάποτε έκαιγαν βιβλία στις πλατείες, μόνο που τώρα το πράττουν μέσα από “κριτικές” και “αστεράκια”, εξυπηρετώντας απλά δικές τους υστερίες και εμμονές (για να το θέσω ευγενικά).
Δεδομένου λοιπόν ότι ο πέμπτος Ιντιάνα, η “Μικρή Γοργόνα” και ο “Flash” δέχτηκαν αήθη επίθεση για εντελώς διαφορετικούς λόγους η κάθε μία, ας κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας ώστε να διαχωριστεί το καλλιτεχνικό προϊόν από συμπεριφορές ανθρώπων και εταιρειών αλλά πάνω από όλα για να αποξεραθεί δια παντός ο οχετός που εκβάλλει από παντού στο όνομα της πολιτικής ορθότητας που τείνει να γίνει η νέα ιερά εξέταση.