“Ο γάμος” του Μάριου Ποντίκα, σκηνοθεσία Ελένη Σκότη, πρωταγωνιστούν: Ηλίας Βαλάσης, Στέλιος Δημόπουλος, Μαρία Κάτσενου, Αθανασία Κουρκάκη, Ελωρίς Αλπανίδου.
Η Αφέντρα, μια ανήλικη νεαρή κοπέλα, πέφτει θύμα βιασμού λίγο πριν από τον γάμο της. Ο γαμπρός την κοπανάει, ισχυριζόμενος πως δεν φταίει εκείνος που η μέλλουσα γυναίκα του έχασε την τιμή της, ενώ η οικογένεια -πατέρας, μάνα και αδελφή- ξεσπά επάνω της για τη ζημιά που προκάλεσε στην τιμή του σπιτικού τους.
Είναι σοκ ο “Γάμος” σε αυτό το καθ’ όλα άρτιο ανέβασμά του στη σκηνή του “Επί Κολωνώ”, όχι μόνο για τη σκληρότητα των ανθρώπων, του λόγου και της ιστορίας του, ούτε επειδή το κείμενο του Μάριου Ποντίκα εξακολουθεί να παραμένει συνταρακτικά σύγχρονο 43 χρόνια μετά, αλλά πολύ περισσότερο επειδή συνειδητοποιείς με τρόμο πως η κοινωνία μας ελάχιστα έχει αλλάξει από τότε.
Η επίρριψη ευθυνών στο θύμα, ο τρόπος αντιμετώπισης του βιασμού από τη νομοθεσία, οι μάρτυρες στο δικαστήριο που “πέφτουν από τα σύννεφα” επειδή ο θύτης “δεν είχε δώσει κανένα δικαίωμα” αλλά και επειδή το θύμα “καλό κορίτσι ήταν, από το σπίτι στη δουλειά κι από τη δουλειά στο σπίτι, αλλά ήταν και κάπως πεταχτούλα” και ο πατέρας-αφέντης με τη βίαιη συμπεριφορά του στα όρια του εγκλήματος, συναντούν τις γειτονιές αυτής της πόλης που όσο κι εξωραΐζονται στην πρόσοψή τους, παραμένουν το ίδιο ασφυκτικές και απάνθρωπα αδιάφορες.
Δύσπεπτο έργο υπήρξε ο “Γάμος” από τότε που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Θέατρο Τέχνης, ενοχλώντας πολλούς για την αγριότητα της ιστορίας αλλά και για αυτήν την ελλειπτική, στα όρια του ντοκυμανταίρ, αφήγηση, σε συνδυασμό με μια παράξενη διανομή των ρόλων. Σε ένα τοπίο σχεδόν γυμνό (σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου, φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος), όπου κυριαρχεί μια γυναικολογική πολυθρόνα, τρεις καρέκλες και μια υποψία του υπόλοιπου σπιτιού, παρακολουθούμε τα μέλη αυτής της κατεστραμμένης (ακόμα και πριν από τον βιασμό) οικογένειας, αλλά και όλα όσα διαδραματίζονται στο δικαστήριο, σε μια παράσταση για πέντε ηθοποιούς και 12 ρόλους, με τον έναν εκ των οποίων εντελώς βουβό και διαρκώς παρόντα επί σκηνής.
Η Αφέντρα, που δεν έχει πει λέξη μετά τον βιασμό, παραμένει δέσμια στη γυναικολογική πολυθρόνα, ενόσω εξακολουθεί να “βιάζεται” ψυχικά, λεκτικά και σωματικά από την ίδια της την οικογένεια.
Η Ελένη Σκότη, στην πλήρους ενσυναίσθησης σκηνοθεσία της, δεν αφήνει αυτήν την αλλοκοτιά του έργου του Μάριου Ποντίκα να την παρασύρει σε απόπειρες πειραματισμού και αχρείαστου εκσυγχρονισμού, αλλά επιλέγει να δείξει τον απεριόριστο σεβασμό της στο πρωτότυπο, του οποίου η διαχρονικότητα και η δύναμη του λόγου το καθιστούν πολύ πιο σύγχρονο από τα δήθεν σύγχρονα. Με απόλυτο ρεαλισμό στην αφήγηση και στην καθοδήγηση των εξαιρετικών ηθοποιών που συμμετέχουν, επενδύει ακριβώς σε αυτήν την ελλειπτική τεκμηρίωση του κειμένου, εναλλάσσοντας τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στο σπίτι με αποσπάσματα της δίκης, κάποιες φορές,
Άλλοτε πάλι, επενδύει τη δράση με συναισθηματικής φόρτισης και σκηνικής αναγκαιότητας παρεμβάσεις στην ταχύτητα του χρόνου, είτε με τη χρήση αυτής της ποιητικά δοσμένης αργής κίνησης ή με την παρεμβολή ενός πειραγμένου στη χρωματική του ένταση βίντεο που καλύπτει ολόκληρη τη σκηνή, σε συνδυασμό με τη μουσική και τους ήχους που σχεδίασε ο Στέλιος Γιαννουλάκης.
Στον αντίποδα αυτής της συναισθηματικής και αδυσώπητα βίαιης ποιητικότητας στην προσέγγιση του έργου, οι ερμηνείες καθοδηγούνται και αποδίδονται με έναν εξίσου αδυσώπητο ρεαλισμό που συναρπάζει. Η Ελωρίς Αλπανίδου κατ’ αρχάς, στον βουβό ρόλο της Αφέντρας, είναι η αναμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της παράστασης καθώς τραβά τα μάτια σου διαρκώς επάνω της, μουγκή, δεμένη στην γυναικολογική πολυθρόνα, να αντιδρά μόνο με το βλέμμα, τις συσπάσεις του σώματος και κάποιες άναρθρες κραυγές στα βασανιστήρια που την υποβάλλουν και σε όλα όσα ακούει να ξεστομίζονται γύρω της.
Η “αδελφή” της Αθανασία Κουρκάκη, ενδύεται απόλυτα την αναισθησία και τη φιλαυτία του ρόλου, θύμα κι η ίδια της ενδοοικογενειακής βίας, την οποία όμως έχει μετατρέψει σε όπλο για τη δική της επιβίωση, με στάση και θέση ζωής εν τέλει πιο σκληρές από τους υπόλοιπους. Συγκλονιστική στις μεταβάσεις της η “μάνα” της Μαρίας Κάτσενου, μοιάζει να βγήκε από αμοντάριστα πλάνα κάποιου ρεπορτάζ, ακόμα και με τη στάση που κάθεται στην καρέκλα ή με τον τρόπο που σερβίρει τον καφέ, με βλέμμα χαμηλωμένο, σώμα μονίμως σε εγρήγορση να αντιμετωπίσει τα χτυπήματα, υποζύγιο μιας ζωής που δεν έζησε, παραδομένη στα πρέπει του “τι θα πει ο κόσμος”, αλλά με ξεσπάσματα φωτεινά μιας αγάπης μητρικής που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί.
Ο Ηλίας Βαλάσης είναι ένας απειλητικά επικίνδυνος πατέρας, χειμαρρώδης, ελεεινά αληθοφανής και ταυτόχρονα μοναδικά μετρημένος μέσα στην εξωστρέφεια του ρόλου, με αξιοθαύμαστες διακυμάνσεις στην υποκρισία και στη χυδαιότητα του λόγου του. Ο Στέλιος Δημόπουλος, τέλος, παραδίδει από μόνος του ένα μικρό ρεσιτάλ, καθώς υποδύεται τους υπόλοιπους 8 ρόλους της παράστασης (ένας εκ των οποίων γυναικείος) προσδίδοντας στον κάθε έναν εξ αυτών συνείδηση χαρακτήρα, κοινωνική ταυτότητα και συμπεριφορά, μεταμορφωμένος ερμηνευτικά, με μικρές διαφοροποιήσεις στο ντύσιμο (κοστούμια: Μαρία Αναματερού) και τόσο διαφορετικός σαν να βλέπεις (και κυρίως να ακούς) κάποιον άλλον.
• Επί Κολωνώ – Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Κολωνός
Παραστάσεις: Παρασκευή & Σάββατο στις 21:15, Κυριακή στις 18:15 (μέχρι 14/5).