to top

Είδαμε την παράσταση | Χάπι

Είδαμε την παράσταση | Χάπι

“Χάπι” του Έντα Γουώλς, μετάφραση: Αντώνης Γαλέος, σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης, πρωταγωνιστούν: Βέρα Μακρομαρίδου, Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη, Μάνος Καρατζογιάννης και ο ντράμερ Βαγγέλης Παρασκευαΐδης.

Σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα, δύο νεαρές ηθοποιοί, η Μαρία και η Μαρία, με τη βοήθεια ενός ντράμερ, θα συμμετάσχουν στην ετήσια αναπαράσταση της ζωής ενός ασθενούς, του Τζων, ο οποίος νοσηλεύεται έγκλειστος επί σειρά ετών. Πρωτοποριακή μέθοδος θεραπείας; Βάναυσο βασανιστήριο; Αποτρόπαια χειραγώγηση; Όποιος και να είναι ο σκοπός αυτού του θεατρικού παιχνιδιού που συντελείται υπό καθεστώς παρακολούθησης συνοδεία φαρμακευτικής αγωγής, πολύ σύντομα βυθίζει τους τέσσερις αυτούς αγνώστους στη δίνη του και στη ματαιότητα του εγκλεισμού, προκαλώντας διαρκή ανισορροπία στη μεταξύ τους δυναμική.

 

 

Σουρεαλιστικό κολαστήριο, αδυσώπητη μαύρη κωμωδία, σπαρακτικό δράμα και μαζί σχόλιο μιας οργουελικής πραγματικότητας, το “Χάπι”, το νέο θεατρικό του πολυγραφότατου και πολυβραβευμένου συγγραφέα και σεναριογράφου (ιδιαίτερα γνωστού για την ταινία “Hunger” σε σκηνοθεσία Στηβ ΜακΚουήν) Έντα Γουώλς είναι ένα αναπόφευκτα σύγχρονο και μαζί διαχρονικό έργο για την παράνοια, τη βία μέσα μας αλλά και για την ίδια την τέχνη της υποκριτικής (τι ειρωνεία που στα Ελληνικά συναντά εξ αποστάσεως την υποκρισία).

Θέατρο μέσα σε θέατρο που πολλές φορές καταρρίπτει απρόσκοπτα τον τέταρτο τοίχο, καθιστώντας τον θεατή σε ακούσιο επιτηρητή των δρώμενων, άρα και σε συνένοχο χειραγωγό, χρησιμοποιεί τη δραματική τέχνη ως μορφή ψυχοθεραπείας, ταλανίζοντας τους συμμετέχοντες σε έναν προδιαγεγραμμένο λαβύρινθο γεγονότων και αφηγήσεων.

 

Η ιδέα στο “Χάπι” είναι πως οι δύο Μαρίες που καταφθάνουν στην αίθουσα ψυχαγωγίας του ιδρύματος (που σχεδίασε και έστησε ευρηματικά στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός ο Κωνσταντίνος Χαλδαίος) θα υποδυθούν φιγούρες από το παρελθόν του Τζων για να τον οδηγήσουν να ξαναζήσει και ενδεχομένως να κατανοήσει τα γεγονότα που τον έφτασαν ως εκεί ώστε να ξεκλειδώσει τα κομμάτια αυτά της ψυχής του που τον διατηρούν δέσμιο της αρρώστιας του. Η μία Μαρία είναι υπεύθυνη για τα ηχητικά διαλογικά μέρη που ακούγονται προηχογραφημένα. Η άλλη Μαρία έχει την επίβλεψη της “παράστασης” ενώ αμφότερες υποκρίνονται τους χαρακτήρες της ζωής του Τζων, ανοιγοκλείνοντας βουβά τα χείλη τους όσο ακούγονται οι προηχογραφημένοι διάλογοι, την ίδια στιγμή που ο σιωπηλός ντράμερ υπογραμμίζει μουσικά τις στιγμές. Όσο όμως η ώρα κυλά, οι προθέσεις των δύο ηθοποιών (όπως και του εγχειρήματος) αρχίζουν να διαφαίνονται όλο και πιο ξεκάθαρα.

Η πρώτη Μαρία, πρωτάρα στη διαδικασία, εκτίθεται και η ίδια με έκπληξη σε όσα διαδραματίζονται. Φιλόδοξη ηθοποιός που βγάζει τα προς το ζην από περιστασιακές δουλειές όπως αυτή, έρχεται αντιμέτωπη με τη δεύτερη Μαρία, της οποίας ο κυνισμός και η πρότερη σχετική εμπειρία της σε αυτό το ίδρυμα την καθιστούν συναισθηματικά αδιάφορη και πλήρως ασυγκίνητη. Με την πίκρα που προκαλεί η επίγνωση της προσωπικής αποτυχίας της να σκληραίνει διαρκώς τη συμπεριφορά της, ντυμένη με κοστούμι αστακού για ένα παιδικό πάρτυ όπου την έχουν προσλάβει αμέσως μετά, η δεύτερη Μαρία θέλει μόνο να ξεμπερδεύει το συντομότερο δυνατό, μην δίνοντας δεκάρα τσακιστή αν η βιάση της εντείνει τον πόνο. Ενοχλημένη ακόμα και από τη συνωνυμία της με την πρωτάρα ηθοποιό που μοιράζεται τη “σκηνή” μαζί της, ταυτίζεται σταδιακά με τη βία του εγκλεισμού αποδεχόμενη τη ρουτίνα της διαδικασίας και τη ματαιότητα της θεραπείας.

Σφηνωμένος ανάμεσά τους και παγιδευμένος σε αυτή τη ζοφερή λούπα στέκει ο Τζων, χάμστερ σε κλουβί που τρέχει αλαφιασμένο επάνω στη ρόδα του, πιστεύοντας πως η διαδρομή θα τον οδηγήσει κάπου, έχοντας όμως την τραγική συνείδηση της στασιμότητας. Κι ενώ πιστεύει πως το σενάριο που έχει στα χέρια του θα του προσφέρει την επιφοίτηση και τη λύτρωση που αποζητά μια μέρα τον χρόνο, πολύ σύντομα μεταμορφώνεται σε άβουλη εικόνα ενός ακατάπαυστου fast forward, καθώς η Μαρία Νο 2 δεν αργεί να επιβάλει εκείνη την ταχύτητα και τον ρυθμό της αναπαράστασης, πηγαίνοντάς τον βίαια από τη μία στιγμή της ζωής του στην άλλη με το παρελθόν και το παρόν να χάνονται σε μια άχρονη δίνη που θολώνει όλο και περισσότερο την ήδη δυσδιάκριτη αντίληψή του.

 

Ο Μάνος Καρατζογιάννης βυθίζεται στο δυστοπικό σύμπαν του Έντα Γουώλς και έχοντας στα χέρια του τη ακριβόλογη μετάφραση του Αντώνη Γαλαίου σκηνοθετεί το “Χάπι” με ακρίβεια και πλήρη αντίληψη του χωροχρονικού σχετισμού, διατηρώντας στην εκφορά του λόγου αλλά και στις ερμηνείες που διδάσκει τη δυαδικότητα του χρόνου και του θέματος, τις λεπτές ισορροπίες του κάθε ήρωα αλλά και τον τόπο δράσης. Η απόλυτη σύμπνοια μετάφρασης και σκηνοθεσίας κάνει τα Ελληνικά να μοιάζουν Αγγλικά στη ροή και στο άκουσμά τους, επιτρέποντας τόσο στον ίδιο όσο και στις δύο υπέροχες συμπρωταγωνίστριές του να διατηρήσουν τον απαιτούμενο ρεαλισμό των χαρακτήρων που λειτουργεί σαν άγκυρα μέσα σε αυτό το παρανοϊκό περιβάλλον.

Ως Τζων, προσφέρει μια γενναιόδωρη ερμηνεία, πλήρως ελεγχόμενη στη σεμνότητά της, σκιτσάροντας με λεπτές μολυβιές έναν Τζων συντετριμμένο, χαώδη, χαμένο, φοβισμένο μα ολοκληρωτικά ανθρώπινο. Με σπαρακτική την ανάγκη να ακουστεί από κάποιον, αλλά χωρίς ίχνος ματαιόδοξης υπερβολής, εντάσσει την ύπαρξή του στις επιταγές του ρόλου, παίζοντας διαρκώς με τα όρια της λογικής και της τρέλας -ενδεχομένως και της δικής μας- ζώντας διαρκώς μια ζωή που δεν έζησε και μια στιγμή που επαναλαμβάνεται άχρονα. Μαστόρικος ο λόγος του, θολό το βλέμμα από τα χάπια, φοβισμένο το σώμα, ανεπαίσθητες οι εκρήξεις χαράς, συνθλιπτική η αποδοχή…

Και κάπως έτσι ο Τζων του Μάνου Καρατζογιάννη είναι ένα ενήλικο παιδί σε ένα σώμα που φοβάται τις εκτάσεις, νευρώδες και μαζί τυλιγμένο σε μια αόρατη φασκιά.

Η Βέρα Μακρομαρίδου ως Μαρία Νο 1 διαχειρίζεται με τόλμη τις διακυμάνσεις επίγνωσης που αντιμετωπίζει ο ρόλος, μορφοποιώντας σε ενσυναίσθηση την αρχική της αφέλεια και άγνοια κινδύνου. Με φωνή γλυκιά, τρυφεράδα στο βλέμμα και ευγένεια στο πρόσωπο, η Μαρία της είναι το ίχνος ανθρωπιάς που εκλείπει από τούτην εδώ την αίθουσα ψυχαγωγίας και αγωγής, θύμα κι η ίδια της βίας που προκαλεί η ύπαρξη του χώρου και μόνο. Η αυθύπαρκτη αυτή βία είναι που κατατρώει τη Μαρία Νο 2 της εξαιρετικής Κρυστάλλης Ζαχαριουδάκη που θα μου επιτρέψετε να πω πως υπήρξε η προσωπική αποκάλυψη της φετινής σαιζόν.

Όταν με το καλό δείτε κι εσείς την υπέροχη αυτή παράσταση, θα καταλάβετε τον λόγο που με μάγεψε η τεχνική με την οποία μεταμορφώνεται από γελωτοποιό σε απόλυτο εκφραστή της βίας που πρεσβεύει η θεραπεία και οι επιβλέποντες. Αδιαφορώντας για τον λόγο που κρατά έγκλειστο τον Τζων, αλλά οργισμένη για τους λόγους που κρατούν την ίδια έγκλειστη σε έναν κόσμο που δεν αναγνωρίζει το ταλέντο της, ξεσπά χυδαία τον εγωισμό και την απογοήτευσή της στον Τζων και στη Μαρία Νο 1, αποφασισμένη πως εφόσον δεν ευτυχεί η ίδια, δεν θα ευτυχήσει και κανείς άλλος.

Η συνύπαρξη των τριών αλλά και του βωβού μάρτυρα ντράμερ (διακριτικά αποστασιοποιημένος σαν να επενδύσει με μουσική μια ταινία που ήδη έχει γυριστεί ο Βαγγέλης Παρασκευαΐδης) ανάβει σπίθες στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός, κάτω από τους αλλόκοσμους φωτισμούς του Άγγελου Παπαδόπουλου, σε μια χορογραφία απόγνωσης, βίας, αδιαφορίας και απώλειας. Η σιωπή στο αργό fade out του φινάλε είναι συνταρακτική.

Ως υστερόγραφο, να αναφέρω πως στα προηχογραφημένα μέρη της αναπαράστασης της ζωής του Τζων ακούγονται οι ηθοποιοί: Δημήτρης Ήμελλος, Δημήτρης Καταλειφός, Τάσος Λέκκας, Θεοδώρα Μαστρομηνά, Νένα Μεντή, Λουκία Μιχαλοπούλου, Περικλής Μουστάκης, Γιάννης Νταλιάνης, Νίκος Πουρσανίδης και Σοφία Φιλιππίδου.

 

• Θέατρο Σταθμός – Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο
Παραστάσεις: Παρασκευή-Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 18:15

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following