“Μήδεια” του Ευρυπίδη, μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας, σκηνοθεσία-διασκευή: Αιμίλιος Χειλάκης, Μανώλης Δούνιας, πρωταγωνιστούν: Αθηνά Μαξίμου, Αιμίλιος Χειλάκης, Αναστάσης Ροϊλός, Γιώτα Νέγκα, Μυρτώ Αλικάκη.
Συγκρουσιακό, σχεδόν ιδρυματικό, υψηλής αισθητικής και έντονης συναισθηματικής κορύφωσης, το νέο ανέβασμα της εμβληματικής τραγωδίας του Ευριπίδη που έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Πέτρας, αποτελεί μοναδική στιγμή σκηνοθετικής ωριμότητας, ερμηνευτικής δεινότητας και απόλυτου σεβασμού στο κείμενο, σε αντίστιξη όμως με μια κριτική ματιά στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο Αιμίλιος Χειλάκης και ο Μανώλης Δούνιας, στηριζόμενοι στην ποιητική αλλά σύγχρονη απόδοση του Γιώργου Μπλάνα, επιλέγουν τη λιτότητα που εξελίσσεται σε κραυγή και εφιαλτική παραζάλη, παραδίδοντας μαθήματα σκηνικής, συναισθηματικής και δραματικής κορύφωσης.
Από το απόλυτο τίποτα που σε υποδέχεται στη σκηνή, με ένα μάτσο από ξύλινες σκάλες στιβαγμένες η μία πάνω από την άλλη (σκηνικά-κουστούμια: Εύα Νάθενα), μέχρι τα εικαστικά μοτίβα που θα ακολουθήσουν και το οπτικοακουστικό ξέσπασμα του φινάλε, η νέα ανάγνωση της Μήδειας αναδεικνύει τον λόγο του Ευριπίδη, επιτρέποντας μάλιστα να ακουστούν και τα ανείπωτα. Η διαστροφή της ιστορικής πραγματικότητας όπως αποτυπώθηκε στο έργο, με τον Ευριπίδη να αναγκάζεται να καταδικάσει τη Μήδεια ως αδίστακτη φόνισσα, υποβόσκει στην παράσταση από την αρχή μέχρι το τέλος, χάρη σε αυτήν τη λεπτή ειρωνεία που καθιστά εμφανές πως η Μήδεια καταδικάστηκε επειδή τόλμησε να σηκώσει κεφάλι σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που ήθελε τις γυναίκες άβουλα όντα και υποχείρια.
Βαθειά πολιτικό έργο και μαζί ψυχόδραμα, η Μήδεια, πριν από 2.500 χρόνια περίπου, αποτυπώνει όσο ελάχιστα κείμενα τη ψυχοσύνθεση ανδρών και γυναικών και τον από καταβολής κόσμου πόλεμο των δύο φύλων στην αέναη προσπάθειά τους να συνυπάρξουν. Ανδροκρατούμενος κόσμος, όπως δηλώνουν τα γκρίζα, θολά ανδρικά κουστούμια που φορούν όλοι στην παράσταση, βαλμένα όμως ανάποδα, σαν ζουρλομανδύες και τα οποία μετατρέπουν τον χορό σε έγκλειστους φρενοκομείου που ξεσπούν έναντι των γεγονότων και μαζί σε πλάσματα που υποφέρουν καταδικασμένα σε μια αιώνια κόλαση, όπου παίζεται σε λούπα το ίδιο δράμα. Όλοι μαζί σε ένα σώμα, σαν στοιχειά που τα κατευθύνει ένα μυαλό, γίνονται καθρέφτης της Μήδειας στη χαρά της και στο δράμα της.
Την ίδια στιγμή όμως, αυτή η νέα Μήδεια μεταμορφώνεται και σε ωδή στον πόνο και στην τρέλα της απώλειας, μετατρέποντας τα κορμιά των ηθοποιών, τις ξύλινες σκάλες και το χώμα σε μια άμορφη, ενιαία μάζα που πάλλεται συλλογικά, σαν τη ζωή που γεννιέται από τη Γη και μαζί καρδιογράφημα της κάθε λέξης, του κάθε συναισθήματος και της κάθε νευρικής απόληξης στο σώμα της τραγικής ηρωίδας που εν τέλει μετατρέπεται σε σώμα ενιαίο και αδιάσπαστο, που πάλλεται σε όλη τη σκηνή σαν άμορφο πλάσμα που γεννιέται και ξεψυχάει ταυτόχρονα.
Είναι συναρπαστικός ο τρόπος που τα μέλη του χορού αντιδρούν στα τεκταινόμενα, είτε της χαράς είτε της οδύνης, με κορμιά που συσπώνται και φωνές που αντανακλούν όλα όσα νιώθει, λέει, ζει και φοβάται η Μήδεια, αυτό το μαγικό πλάσμα που μοιάζει να γεννήθηκε σε άλλον κόσμο, ξένο από τον δικό μας. Γυναίκα ανθρώπινη και μαζί μάγισσα, μάνα, σύζυγος ερωτευμένη και άνθρωπος πληγωμένος, η Μήδεια πολεμάει για τη θέση της στον κόσμο μας, οδύρεται, ικετεύει, λατρεύει, διεκδικεί και όταν όλα τελειώσουν, δρα.
Αυτήν τη Μήδεια υποδύεται εξαιρετικά η Αθηνά Μαξίμου, με μια ερμηνεία κλασικότροπη μα και διαχρονική, σωματική και βαθειά εγκεφαλική, που της επιτρέπει να μεταλλάσσεται διαρκώς από ανθρώπινο πλάσμα σε σύμβολο αιώνιο και από γεννήτορα σε σωτήρα-φονιά. Από τις πρώτες της κραυγές, κρυμμένη κάτω από το μάτσο με τις σκάλες, στην ανάδυσή της από τη Γη και από εκεί σε αυτό το υπέρτατο οδυνηρό ταξίδι ικεσίας, ελπίδας, αποπλάνησης και αίματος, η Αθηνά Μαξίμου αφοσιώνεται πλήρως, εγκαταλείποντας λες τη γήινη υπόστασή της, παίζοντας με φωνή, καρδιά και σώμα, μεταμορφωμένη σε πλάσμα αλλόκοσμο, ένα με το χώμα και τα αστέρια που μας γέννησαν, με την κραυγή της να μετουσιώνει την οδύνη τη γέννας με αυτήν του θανάτου. Και έπειτα, έρχεται αυτή η στιγμή που της ανακοινώνουν τον βασανιστικό θάνατο του Κρέοντα και της κόρης του, που η ερμηνεία της γίνεται οργασμός και σπαραγμός μαζί. Υπέροχη!
Ο Αιμίλιος Χειλάκης, στον διπλό ρόλο του Κρέοντα και του Ιάσονα, επιτυγχάνει δύο διακριτές ερμηνείες, σε φωνή, ποστάρισμα και λόγο, προσδίδοντας σε κάθε λέξη το ειδικό της βάρος και αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά πόσο σπουδαίος ηθοποιός είναι. Η δε συναισθηματική μετακύλιση του Ιάσονα από την πρώτη στη δεύτερη εμφάνισή του είναι σπαρακτική και αδυσώπητα ειλικρινής. Επιβλητικός ως Αιγέας, τραυματισμένος ψυχικά ως τροφός και συντετριμμένος ως αγγελιοφόρος, ο Αναστάσης Ροϊλός κυριαρχεί στη σκηνή με συγκλονιστική άνεση και ανεπιτήδευτη αυτοπεποίθηση που δεν σκιάζουν ποτέ τη μετριοφροσύνη και την ωριμότητα με τις οποίες προσεγγίζει κάθε ρόλο. Κάθε φορά που τον βλέπω είναι όλο και καλύτερος.
Η Μυρτώ Αλικάκη ως μία από τις κορυφαίες του χορού εκφράζει με υποκριτική δεινότητα και στόφα πολύχρονης εμπειρίας τη φωνή της λογικής, σίγουρη και αποστασιοποιημένη, στο πλευρό της έτερης κορυφαίας, της Γιώτας Νέγκα που αναλαμβάνει να εκφράσει το συλλογικό συναίσθημα με την κρυστάλλινη, καθάρια σαν το νερό φωνή της στα τραγούδια που έγραψε ειδικά για την παράσταση ο Δημήτρης Καμαρωτός.
Μεγάλο το ρίσκο αυτής της νέας μουσικής επένδυσης που ερμηνεύεται ζωντανά επί σκηνής, καθώς με ένα παραστράτημα η τραγωδία θα μπορούσε να αντηχήσει ως μιούζικαλ. Όμως, όχι, αφού ο συνθέτης ενέταξε τα τραγούδια σε πλήρη αρμονία με τα χορικά μέρη, άρρηκτα συνδεδεμένα με τη δράση και το συναίσθημα της στιγμής. Την ίδια στιγμή, η μουσική που συνοδεύει την παράσταση, αντανακλά τον χτύπο της καρδιάς και τα νοητικά ταξίδια της Μήδειας, προσδίδοντας στο όλον μια εξπρεσιονιστική διάσταση, απόλυτα ταυτισμένη με την κινησιολογία χορού και πρωταγωνιστών (κίνηση-χορογραφία: Πατρίσια Απέργη) και των χαμηλών, γεμάτων σκιές φωτισμών του Νίκου Βλασόπουλου.