Top Gun: Maverick, είναι περιπέτεια της Paramount, σε σκηνοθεσία Τζόζεφ Κοζίνσκι, με τους Τομ Κρουζ, Μάιλς Τέλλερ, Τζένιφερ Κόνελυ, Τζων Χαμ, Μόνικα Μπαρμπάρο, Γκλεν Πάουελ, Ντάνυ Ραμίρεζ, Λιούις Πούλμαν.
Υπό την απειλή ενός πυρηνικού εργοστασίου που ενεργοποιείται σε κάποια μακρινή χώρα, παρά τις διεθνείς κυρώσεις, ο Πητ “Μάβερικ” Μίτσελ καλείται να επιστρέψει στη σχολή Top Gun για να εκπαιδεύσει 12 πιλότους, εκ των οποίων οι 6 θα πρέπει να φέρουν εις πέρας μια αδιανόητη αποστολή.
Αν κάτι καταφέρνει τούτη εδώ η ταινία, πέραν της απολαυστικής και αρκούντως συγκινητικής ψυχαγωγίας, είναι να παραδώσει πολύ σημαντικά μαθήματα σε διάφορους τομείς της κινηματογραφίας. Ας πούμε, μαθαίνει σε όλους πώς το σινεμά σήμερα μπορεί να γυρίσει ένα μεγαλειώδες -αλλά σε ανθρώπινο μέτρο- blockbuster που θα κάνει τον κόσμο να γεμίσει τις αίθουσες. Δεύτερον, μας δηλώνει ευθαρσώς πως ο ιδανικός χρόνος να γυρίσεις το sequel μιας εμβληματικής ταινίας είναι κάπου 36 χρόνια μετά την κυκλοφορία της. Και τρίτον παραδίδει σεμινάρια σε διάφορους επίδοξους ανά τον κόσμο για τον τρόπο που ένας πραγματικός (και ίσως από τους τελευταίους) σταρ του Χόλυγουντ διαχειρίζεται και προστατεύει από άκομψες κακοτοπιές τον εαυτό του.
Ως προς το τελευταίο ιδιαίτερα, τρανή απόδειξη αποτελεί πως το 1990, παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Τομ Κρουζ είχε χαρακτηρίσει την ιδέα ενός sequel του Τοπ Γκαν ως “ανεύθυνη”. 20 χρόνια όμως αργότερα, το 2010 όταν η Paramount άρχισε να σκέφτεται πολύ σοβαρά να ασχοληθεί με την ταινία, ο Κρουζ άλλαξε στάση, δεδομένης ιδιαίτερα της δήλωσης του Τόνυ Σκοτ, τον οποίο είχαν προσεγγίσει για να επιστρέψει ξανά ως σκηνοθέτης, πως δεν ήθελε να κάνει ούτε ρημέικ ούτε επανεκκίνηση του πρώτου φιλμ, αλλά να γυρίσει μια νέα ταινία. Τα χρόνια πέρασαν, ο Τόνυ Σκοτ έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο, το σενάριο ξαναγράφτηκε και φτάσαμε στο 2022, τρία χρόνια μετά την προγραμματισμένη του πρεμιέρα λόγω Covid-19, για να πετάξουμε με ταχύτητα Mach 10 στους αιθέρες -κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Με τους τίτλους έναρξης και την αρχική σεκάνς να αποτίουν με σεβασμό φόρο τιμής στην αρχική ταινία, αντιλαμβάνεσαι ευθύς εξ αρχής, πως δεν έχουμε να κάνουμε με ταινία βγαλμένη από κοστολόγια, target groups και συσκέψεις στελεχών του στούντιο, μα από ανθρώπους που αγαπούν το σινεμά και το κυριότερο αντιλαμβάνονται τη σημασία του εγχειρήματός τους. Αρχικά έχουμε ένα πολύ καλό για την περίσταση σενάριο, το οποίο χωρίς να κάνει την παραμικρή υπέρβαση, κατορθώνει να στήσει μια ιστορία μεστή, ανθρώπινη και συγκινητική, ακολουθώντας δύο βασικούς άξονες: πρώτον ταυτίζεται (ορθώς) με τον βηματισμό του πρώτου φιλμ, με τα “κεφάλαια” να εξελίσσονται με τον ίδιο ρυθμό και τρόπο.
Κατά δεύτερον χτίζει όλη τη συγκινησιακή φόρτιση επάνω στον παρελθόν των ηρώων, φέρνοντας αυτή τη φορά τον Μάβερικ να εκπαιδεύει τον γιο του κολλητού του, του Γκους, που έχασε τη ζωή του στην πρώτη ταινία Top Gun. Και εκεί έρχονται οι άλλες μεγάλες μαστοριές του φιλμ, με το μακιγιάζ και τις κομμώσεις να μεταμορφώνουν τον (εξαίρετο) Μάιλς Τέλλερ στον γιο του Γκους, σε σημείο που να είσαι πλέον βέβαιος πως είναι ο αληθινός γιος του Άντονυ Έντουαρντς, του ηθοποιού που τον υποδύετο το 1986.
Για να ξαναγυρίσω στο σενάριο, η σχέση Μάβερικ-Ρούστερ, που εξελίσσεται ως η σχέση του ήρωά μας με τον γιο που δεν απέκτησε ποτέ, αποτελεί ταυτόχρονα και κομβικό σημείο σύνδεσης του τότε με το τώρα, φέρνοντας για ακόμη μία φορά τον Μάβερικ έναντι των ευθυνών του προς τους άλλους. Παράλληλα, η αισθηματική σχέση του με την Τζένιφερ Κόνελυ απαιτεί εξίσου ωριμότητα (και εκεί υπάρχει ένα παιδί, άλλωστε, η νεαρή κόρη της), οπότε όλα μαζί σκιαγραφούν και οριοθετούν τον κεντρικό μας ήρωα, καθώς εμφανίζεται πλέον πιο συγκροτημένος, ώριμος και υπεύθυνος -όπως άλλωστε απαιτούν η ηλικία του και η θέση του. Αυτά ακριβώς ο Τομ Κρουζ γνωρίζει πολύ καλά πως απαιτούν και η δική του ηλικία και η δική του θέση στο σταρ σύστεμ, οπότε αποτυπώνει στην οθόνη με ερμηνευτική ωριμότητα και συστολή την ενήλικη εκδοχή του ίδιου ήρωα που είχε παίξει όταν ο ίδιος ήταν 24 ετών.
Και το καταφέρνει άριστα, γιατί αυτό που βλέπεις στην οθόνη δεν είναι ο μεσήλικας Τομ Κρουζ (λέμε τώρα) αλλά ο μεσήλικας Μάβερικ, κι αυτό θέλει κότσια και κάμποσα βέλη στην υποκριτική φαρέτρα του ηθοποιού. Αρκεί να τον δείτε στη σκηνή του με τον Βαλ Κίλμερ και θα καταλάβετε τι εννοώ – αρκεί να έχετε διώξει τα δάκρυα από τα μάτια σας.
Πέραν όλων αυτών, η δράση είναι καταιγιστική και σε αφήνει χωρίς ανάσα, με το μοντάζ του Έντι Χάμιλτον να “κόβει” υποδειγματικά κατά τη διάρκεια των αερομαχιών (με πραγματικά και όχι CGI αεροσκάφη), ανεβάζοντας ταχύτητα ανάλογα με τα Mach, χωρίς ποτέ όμως να κάνει την παρακολούθηση επίπονη, ίσα-ίσα που κάθε πλάνο είναι προσεκτικά μετρημένο ώστε να μπορείς να απολαμβάνεις την κάθε εικόνα. Βέβαια για να υπάρχουν αυτά τα πλάνα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την υψηλού επιπέδου φωτογραφία του Κλαούντιο Μιράντα (προσέξτε πώς φωτίζει τα μάτια του Κρουζ) που αγκαλιάζει το φιλμ με τα χρώματα της δύσης, προσφέροντας μια ανθρώπινη ζεστασιά που κοντράρει τις θανάσιμες μάχες στον αέρα.
Οι μουσικές παντρεύουν ιδανικά το τότε με το τώρα, ενώ εύσημα αξίζουν και στο σύνολο του καστ που δίνει πνοή σε αυτή τη χαρισματική κινηματογραφική απόλαυση.