to top

Είδαμε την παράσταση | Ματωμένα χώματα

Ματωμένα χώματα

“Ματωμένα χώματα”, θεατρική διασκευή του μυθιστορήματος της Διδώς Σωτηρίου από τον Γιώργο Παλούμπη και τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο, σκηνοθεσία: Γιώργος Παλούμπης, πρωταγωνιστούν: Νικήτας Τσακίρογλου, Μιχάλης Σαράντης, Αντίνοος Αλμπάνης, Θάνος Αλεξίου, Στέλιος Δημόπουλος, Μαρία Νεφέλη Δούκα, Τζένη Κόλλια, Φώτης Λαζάρου, Δάφνη Λιανάκη, Ευθύμης Ξυπολιτάς, Παναγιώτα Παπαδημητρίου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Κώστας Φυτίλης, Aντώνης Χρήστου.

Ο Μανώλης Αξιώτης υπήρξε κάποτε άλλος ένας ανέμελος νέος που θεωρούσε ότι είχε όλη τη ζωή μπροστά του, καθώς μεγάλωνε στο χωριό του το Κιρκιντζέ, με την οικογένεια και τους φίλους του. Ξάφνου όμως, αυτή η απλοϊκά ευτυχισμένη ζωή μετατρέπεται σε ζωντανό εφιάλτη με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου.

Οι Έλληνες της Μικράς Ασίας οδηγούνται σε τάγματα εργασίας για χρόνια ατελείωτα, προτού βρεθούν και εκείνοι στα χαρακώματα, προς τα τέλη του μεγάλου πολέμου. Κι όταν ο ένας εφιάλτης σταματά, ξεκινά ένας δεύτερος ακόμα πιο αμείλικτος, τη στιγμή που οι ελπίδες για τη Μεγάλη Ελλάδα αποδεικνύονται φρούδες και ο Μανώλης, από το μέτωπο του Αφιόν Καραχισάρ, βρίσκεται στη Σμύρνη, λίγα εικοσιτετράωρα προτού η πόλη παραδοθεί στις φλόγες, οδηγώντας κάπου 900 χιλιάδες Έλληνες στην προσφυγιά.

 

 

Το εμβληματικό μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου αποτελεί διαχρονικά ένα από τα μεγαλύτερα (μυθοπλαστικά) ντοκουμέντα της μικρασιατικής καταστροφής, όχι μόνο για την εξαιρετική του αφήγηση και σκιαγράφηση των χαρακτήρων μα και επειδή η συγγραφέας δεν επιτρέπει στην έντονη συγκινησιακή φόρτιση να θολώσει την κρίση και τη λογική της, ενόσω παραθέτει απόψεις με ιστορική αντικειμενικότητα και ουσιαστική τεκμηρίωση. Δεν υπάρχουν ξεκάθαρα όρια μεταξύ των καλών και των κακών στο μυθιστόρημα, αυτό που υπάρχει όμως είναι το ανάθεμα στους αίτιους.

Μυθιστόρημα-ποταμός που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα με κινηματογραφική κουλτούρα θα είχε αποτελέσει πηγή έμπνευσης για μια σπουδαία ταινία, στην Ελλάδα έπρεπε να περιμένει το 2022 για να ευτυχήσει τουλάχιστον στο θέατρο, σε μια παραγωγή αξιώσεων, υψηλής συναισθηματικής δύναμης και μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας.

 

Επιτρέψτε μου να ανοίξω εδώ μια μικρή παρένθεση. Η θεατρική διασκευή κορυφαίων λογοτεχνικών έργων αποτελεί κυρίαρχη τάση στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, αφού ένας γνωστός τίτλος θεωρητικά εγγυάται και την εμπορική απήχηση του εγχειρήματος. Δεν παύουν όμως να γεννιούνται ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την ουσιαστική “θεατρικότητα” του τελικού αποτελέσματος αλλά και για την “ταυτότητα” της παράστασης. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αντίστοιχα έργα έμειναν μόνο στο εξώφυλλο του βιβλίου στο οποίο βασίστηκαν για να εξελιχθούν απλά σε “κλασσικά εικονογραφημένα” που παπαγαλίζουν αποσπάσματα του κειμένου με τρόπο άψυχο και χωρίς ίχνος συναισθηματικής και θεατρικής σύνδεσης.

Από την άλλη, υπήρξαν περιπτώσεις που διηγήματα ή μυθιστορήματα βρήκαν τον δρόμο τους προς τη σκηνή με τρόπο εμπνευσμένο και με ανάγνωση θεατρική που μετουσιώνει το αρχικό κείμενο σε κάτι άλλο, πρωτογενές και βαθύτατα αυτούσιο. Σε διεθνές επίπεδο, τα αντίστοιχα εγχειρήματα έχουν να κάνουν στη συντριπτική πλειοψηφία τους με μιούζικαλ, όπου εκεί η “ταυτότητα” της παράστασης είναι διακριτή, χάρη στον λιμπρετίστα και στον συνθέτη που την υπογράφουν αλλά και χάρη στο ίδιο το είδος που μετατρέπει το όλον σε μία εξ ολοκλήρου νέα οντότητα. Το ερώτημα όμως παραμένει: πόσο “θέατρο” μπορεί να βγει από ένα μυθιστόρημα;

Την απάντηση την έχει ο Γιώργος Παλούμπης. Ταλαντούχος άνθρωπος, χωρίς εμμονές και χωρίς εγωιστική ματιά στα έργα που γράφει ή σε αυτά που σκηνοθετεί, έχει αποδείξει πως μπορεί να ερμηνεύει ξεχωριστά την κάθε περίπτωση και να την αποδίδει όπως απαιτούν οι περιστάσεις. Μακριά από τερτίπια και εγωπάθειες, ο Γιώργος Παλούμπης γνωρίζει βαθιά το σκηνοθετικό χρέος του να υπηρετήσει το έργο, τον συγγραφέα και τις συνθήκες της κάθε παράστασης που υπογράφει. Και στα “Ματωμένα χώματα” που ανέβασε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αποδεικνύει περίτρανα το ταλέντο του αυτό. Έχει τεράστια σημασία να γνωρίζεις με τι έργο έχεις να κάνεις, πού το ανεβάζεις, σε ποιους απευθύνεσαι και τι ακριβώς θέλεις να πεις, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως θα κάνεις την παραμικρή έκπτωση στις αξίες σου, στη ματιά σου και στα θέλω σου.

Στα “Ματωμένα χώματα” λοιπόν, τα οποία υπηρετεί με τη διττή ιδιότητα του συγγραφέα (μαζί με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο) και του σκηνοθέτη, επιλέγει να ακολουθήσει όχι τον εύκολο δρόμο που χαϊδεύει αυτιά και μάτια μα να μπει στο μεδούλι των σελίδων της Σωτηρίου, να διαβάσει χαρακτήρες και Ιστορία και όλο αυτό να το αποδώσει σε ένα υπερθέαμα αξιώσεων, με μεγάλες θεατρικές στιγμές και ερμηνείες που συγκλονίζουν.

 

Αρχικά, οφείλω να σταθώ στο “ντεκουπάζ” που έχει κάνει στο κείμενο, χρησιμοποιώντας ως βασικό άξονα της αφήγησης τη στιγμή που ο Μανώλης και οι υπόλοιποι ήρωες του έργου βρίσκονται σε μια βάρκα, ανοιχτά της Σμύρνης, λίγες ώρες πριν από τον όλεθρο, για να μεταφέρει τη δράση προς τα πίσω, όχι απαραίτητα με χρονολογική σειρά, ώστε να γνωρίσουμε τους χαρακτήρες ξεχωριστά, αλλά και για να κορυφώσει σταδιακά την ένταση, επιστρέφοντας στη βάρκα κάμποσες φορές, μέχρι και το φινάλε, παρατείνοντας στο άπειρο τη διάρκεια εκείνης της νύχτας πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά. Ταυτόχρονα, τοποθετεί τον κεντρικό του ήρωα, τον Μανώλη Αξιώτη, σε δύο χρονικές στιγμές: στο σήμερα, με την όψη του Νικήτα Τσακίρογλου (πράος, πονεμένος, λιτός, οργισμένος μα και σε απόλυτη αρμονία με το τότε και το τώρα) μας αφηγείται τις αναμνήσεις του μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος, καθώς διαβάζεις τις λέξεις της Διδώς Σωτηρίου, καθισμένος στο γραφείο του, στην άκρη της σκηνής.

Στο χθες, με την όψη του Μιχάλη Σαράντη, παρακολουθούμε τον Μανώλη να ζει, να υποφέρει, να διχάζεται, να φοβάται, να ερωτεύεται, να σκοτώνει, να αγαπά, να αμφιταλαντεύεται και να κρατά την παράσταση των 2,5 ωρών στους ώμους του, από την αρχή μέχρι το τέλος. Η δε συνύπαρξή τους επάνω στη σκηνή, πέραν της αρμονικής ομοιότητας (ο Νικήτας Τσακίρογλου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας γερασμένος Μιχάλης Σαράντης) προσδίδει ανεπανάληπτη συναισθηματική και δραματουργική αξία, καθώς σου επιτρέπει να βλέπεις τον ήρωα όπως ήταν και όπως επρόκειτο να γίνει, ενώ τα φευγαλέα βλέμματα που ανταλλάσουν επάνω στη σκηνή φέρνουν δάκρυα στα μάτια.

Για τον Μιχάλη Σαράντη δεν έχω τίποτα άλλο να πω πέρα από το ότι πλέον είμαι πεπεισμένος πως πρόκειται για πλάσμα άυλο που απλά ενδύεται ένα σώμα ανθρώπινο, μέσα στο οποίο ναι μεν νιώθει άνετα, αλλά την ίδια στιγμή το εκτείνει σε διαστάσεις υπεράνθρωπες. Οι μεταβολές στη φωνή, η στάση του, το βλέμμα του που σε διαπερνά από εκατοντάδες μέτρα μακριά. η ένταση στην κίνηση, η ορμή που βάζει σε κάθε συλλαβή, αλλά και ο απόλυτος έλεγχος σε κάθε σύσπαση του κορμιού, μεταμορφώνουν τον Μανώλη σε πλάσμα μαγικό και σύμβολο μαζί, που οδηγεί στη σχεδόν πνευματική διάσταση της μορφής του στο μέλλον, έτσι όπως ο Νικήτας Τσακίρογλου κάθεται ημιφωτισμένος στο γραφείο του. Κι έπειτα, είναι κι αυτός ο πόνος που και οι δυο μορφές μοιράζονται… Μαγεία.

Δύναμη καθάρια ο Αντίνοος Αλμπάνης στους ρόλους που υποδύεται (με έμφαση στον χαρακτήρα του αριστερού διανοούμενου στα χαρακώματα), έχει τη φωνή, το ερμηνευτικό σθένος και το πάθος που τον κάνουν να κρατά τα ηνία σε κάθε στιγμή που εμφανίζεται. Έργο συνόλου καθώς είναι τα “Ματωμένα χώματα”, μακάρι να μπορούσα να μιλήσω ξεχωριστά για κάθε έναν από τους πολύ καλούς ηθοποιούς που συμμετέχουν, αλλά ο χώρος δεν μου το επιτρέπει. Απλά οφείλω να πω πως όλοι τους και ένας-ένας ξεχωριστά έχουν στιγμές μοναδικές, ενώ στις σκηνές του πλήθους δένουν ως σύνολο αρμονικό, σαν μια ορχήστρα που πάλλεται κάτω από την μπαγκέτα του μαέστρου.

Εξαιρετική εξίσου και η εικαστική όψη του έργου, με τον Γιώργο Παλούμπη να στήνει τους ηθοποιούς σε μοναδικές φωτογραφικές ή ζωγραφικές σεκάνς, εν μέσω των λειτουργικών και ατμοσφαιρικών σκηνικών της Νατάσσας Παπαστεργίου που σχεδίασε και τα κοστούμια μαζί με την Έλενα Γιαννίτσα. Τεράστια αξία στη δράση έχουν οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα που σε συνδυασμό με τη μουσική του Κώστα Νικολόπουλου (που ερμηνεύεται ζωντανά επί σκηνής) πλάθουν ένα σύμπαν ρεαλιστικό μα και μυστικιστικό μαζί. Λειτουργικές και πανέμορφες οι βιντεοπροβολές, ενώ εξαιρετικό βρήκα το εύρημα του θεάτρου σκιών.

 

•Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Κεντρική Σκηνή “Δημήτρης Ροντήρης”
Λεωφόρος Ηρώων Πολυτεχνείου 32, Πειραιάς
(Έως 5/6)

• Θέατρο Δάσους
Δάσος Σέιχ Σου, Θεσσαλονίκη
(Στις 9/6)

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following