“Θέλω να σου κρατάω το χέρι” του Τάσου Ιορδανίδη, σκηνοθεσία: Θάλεια Ματίκα, πρωταγωνιστούν: Τάσος Ιορδανίδης, Θάλεια Ματίκα
Ένα δωμάτιο κάποιου ξενοδοχείου ημιδιαμονής, κάπου στην πόλη. Εκείνος περιμένει εκείνη που έρχεται ταραγμένη, μιλώντας έντονα στο τηλέφωνο. Είναι η έκτη φορά που βρίσκονται σε αυτό το χυδαία κομψό δωμάτιο, για να περάσουν κάποιες ώρες ξέγνοιαστες, οι δυο τους, μακριά από τα προβλήματα της έξω ζωής τους, χωρίς να μιλούν ο ένας για τα προσωπικά του άλλου.
Με έναν ταλαιπωρημένο γάμο ο καθένας στην πλάτη του, είχαν αποφασίσει από κοινού να αφήνουν την καθημερινότητά τους μακριά από αυτές τις δικές τους συναντήσεις, μόνο που σήμερα εκείνη αλλάζει τους κανόνες. Απαιτεί το δικαίωμα να κάνει ο καθένας ό,τι του κατεβαίνει στο μυαλό, αβίαστα, και να μιλάει για ό,τι τον απασχολεί εκείνη τη στιγμή, αλλά με μία απαραίτητη προϋπόθεση: όλα όσα ξεστομίζουν είναι υποχρεωμένοι να είναι μόνο η αλήθεια.
Με κάποιες μακρινές μνήμες από την ταινία “Μια πορνογραφική σχέση” (Φρεντερίκ Φοντέυν, 1999) που σου έρχονται στο μυαλό από τα πρώτα κιόλας λεπτά της παράστασης, οι οποίες όμως απομακρύνονται όσο το έργο τραβά τον δρόμο του, το “Θέλω να σου κρατάω το χέρι” υπήρξε για εμένα μία από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις της χρονιάς. Τοποθετημένο σε ένα αγεωγράφητο και ανώνυμο σύμπαν, σημερινό αλλά και βαθιά διαχρονικό, το κείμενο του Τάσου Ιορδανίδη αποτελεί μια σύγχρονη, φρέσκια αλλά και οικουμενική σπουδή στον γάμο, τον έρωτα και τη συνύπαρξη (συναισθηματική, σαρκική ή άλλη) δύο ανθρώπων που πολεμούν τα συναισθήματά τους, καθώς αλλοτριώνονται από τη βίαιη πραγματικότητα.
Παίζοντας έξυπνα και υπαινικτικά με τα κλισέ και τις προκαταλήψεις στον τρόπο με τον οποίο άνδρες και γυναίκες ερμηνεύουν τις ίδιες ακριβώς καταστάσεις, χωρίς να φοβάται το χιούμορ, αλλά την ίδια στιγμή με μια αφοπλιστική και στα όρια του σπαραγμού ειλικρίνεια, το έργο μεταμορφώνεται σε ένα αρχετυπικό love story, που το έχει κατακρεουργήσει όμως η αδίστακτη πραγματικότητα.
Μέσα σε αυτό το δωμάτιο με τα led πολύχρωμα φώτα, τα κιτς “λουσάτα” έπιπλα και τη θορυβώδη ταπετσαρία (σκηνικά-κοστούμια: Ηλένια Δουλαδήρη, φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη), με την τηλεόραση να παίζει τσόντες και το ψυγείο γεμάτο από ετοιματζίδικα γεύματα, εκείνος (το όνομα του οποίου δεν μαθαίνουμε ποτέ) έχει βρει καταφύγιο αφότου η γυναίκα του τον έδιωξε από το σπίτι, αδύναμος καθώς ήταν οικονομικά είτε να νοικιάσει ένα διαμέρισμα ή να μείνει σε “κανονικό” ξενοδοχείο”. Παρατημένος, αφημένος σε μια τσουλήθρα που τον πηγαίνει όλο και πιο γρήγορα προς τα κάτω, ενοχικά συνένοχος σε αυτήν την ήττα που βιώνει, αδημονεί για αυτές τις σποραδικές συναντήσεις με τη γυναίκα που του επιτρέπει (αρχικά τουλάχιστον) να παραμένει ο σιωπηλός εαυτός του και να αφήνεται σε κάποιες ώρες φευγαλέας ηδονής.
Απέναντί του, εκείνη (ανώνυμη επίσης) παρασύρεται από τις διαρκείς επιφυλάξεις της που την οδηγούν να προβάλλει επάνω του τον εκνευριστικά αδιάφορο άντρα της, τον οποίο θεωρεί αποκλειστικό υπεύθυνο για την οικονομική συμφορά της οικογένειάς της και την προσωπική της δυστυχία. Με το σεξ να είναι κατά πως φαίνεται ο μοναδικός συνδετικός τους κρίκος, αυτοί οι δύο σπαρακτικά μοναχικοί άνθρωποι τολμούν να αφεθούν στην ερωτική τους έλξη και στην ενστικτώδη ανάγκη τους για εκτόνωση.
Αυτό όμως που έχει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο οι ημέρες περνούν και εμείς παρακολουθούμε -ηδονοβλεπτικά σχεδόν- αυτές τις συνευρέσεις (άρτια επιμερισμένες και με άκρως λειτουργικές σκηνικές μεταβάσεις, χάρη και στα τραγούδια που η Θάλεια Ματίκα έχει επιλέξει για τη ροή της παράστασης), είναι πως σταδιακά το δωμάτιο αυτό από ερωτική φωλιά γίνεται το ρινγκ όπου λαμβάνει χώρα ένας αδυσώπητος αγώνας εξουσίας, με απανωτά λεκτικά χτυπήματα που θα καθορίσουν το ποιος θα επιβληθεί τελικά, βγάζοντας νοκ-άουτ τον άλλο. Μάλιστα, αν κάτι απόλαυσα ακόμα περισσότερο στο φαινομενικά απλό αλλά εν τέλει ευφυές κείμενο του Τάσου Ιορδανίδη, πέραν του ότι σε καθιστά συμμέτοχο στη ζωή των δύο αυτών, παντελώς άγνωστων σε εσένα ανθρώπων, για τους οποίους τελικά νοιάζεσαι βαθιά, είναι πως όταν έρχεται αυτό το εκρηκτικό και αδυσώπητα συγκινητικό φινάλε, συνειδητοποιείς πως κι εσύ ο ίδιος είχες λάβει μέρος σε αυτό το παιχνίδι, αφού όλα όσα νόμιζες πως είχες αντιληφθεί ή που είχες αμφισβητήσει, καταρρίπτονται σαν χάρτινος πύργος από τη σπαρακτική αλήθεια τους.
Η χημεία μεταξύ των δύο δημιουργών του “Θέλω να σου κρατάω το χέρι” αποτελεί αναμφισβήτητο ατού, καθώς τους βοηθά να εισέλθουν ακόμη πιο βαθιά στην άβυσσο της ψυχής των χαρακτήρων που υποδύονται, αλλά χωρίς να γίνεται ούτε για ένα λεπτό εσωτερικό ανέκδοτο της κοινής ζωής αυτών των δύο ανθρώπων που είναι ζευγάρι και στη ζωή. Μάλιστα, θα τολμούσα να πω πως η σκηνοθεσία της Θάλειας Ματίκα τολμά να βγάλει τόσο τον σύζυγό της όσο και την ίδια έξω από κάθε είδους comfort zone και να πλάσει σωματικά και φωνητικά ρόλους δύσκολους και απαιτητικούς, οι οποίοι ακροβατούν μεταξύ της ηρεμίας και της ολοκληρωτικής διάλυσης, ενόσω υποκρίνονται πως βιώνουν την αλήθεια τους πίσω από τα προσωπεία που διαρκώς εναλλάσσουν κάθε μέρα που περνά.
Κι όσο το έργο εξελίσσεται, τόσο περισσότερο αμφισβητείς κι εσύ ο ίδιος τις “αλήθειες” που ακούς, την ίδια στιγμή που οι δύο τόσο καλοί ηθοποιοί μεταλλάσσονται σε κάτι διαφορετικό -τόσο ερμηνευτικά όσο και ψυχικά- καθώς η ισορροπία της εξουσίας μεταβάλλεται διαρκώς.
Η Θάλεια Ματίκα, από την πρωτη κιόλας στιγμή που εισβάλλει στη σκηνή, δίνει το στίγμα της δυναμικής ερμηνείας που θα ακολουθήσει, με εξαιρετική τοποθέτηση φωνής και μαζί έναν λεπτοδουλεμένο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων που της επιτρέπουν να μεταβάλλεται μέσα σε δευτερόλεπτα από ακλόνητη bitch σε φοβισμένη γυναίκα και από εκεί σε πλάσμα τρυφερό, έτοιμο να αφεθεί σε μια αγκαλιά. Με βλέμμα διαπεραστικό και σώμα σφιγμένο και προστατευμένο μέσα σε έναν κύκλο που δεν επιτρέπει σε κανέναν να διαπεράσει, γκρινιάζει, φωνάζει, απαιτεί, θυμώνει, κρατώντας διαρκώς τον έλεγχο στα χέρια της, για να αφεθεί όμως στο λεπτό στο πρώτο άγγιγμα και στο πηγαίο αλλά συντετριμμένο χαμόγελο του Τάσου Ιορδανίδη.
Υπερβατικά αγνώριστος και ο ίδιος σε πολλά σημεία της ερμηνείας του, αποδίδει με βλέμμα, φωνή και στάση τη φιγούρα αυτού του άντρα που λιμοκτονεί για συντροφικότητα και άφεση και ο οποίος μπορεί στη στιγμή να μεταμορφωθεί από μικρό παιδί σε πλάσμα αβοήθητο που υποφέρει σε κάθε ίνα του, με όλο του το είναι. Ωμά ρομαντικός (όσο και ο χώρος στον οποίο “ημι-διαμένει”), ακαταμάχητα σαγηνευτικός, διακριτικά ειρωνικός (για να σκεπάσει άτσαλα τις φοβίες του) και αφημένος στη μοίρα του, γίνεται έξαφνα απειλητικός σε ένα αμίμητο ξέσπασμα που προκαλεί αγωνία. Αυτό το κλικ στην ερμηνεία του τη στιγμή που χτυπά στο τηλέφωνο και μιλά στον 8χρονο γιο του θα μου μείνει αξέχαστο.
Διαρκές παιχνίδι εντυπώσεων και αλληλεξάρτησης, με λόγο στρωτά ρεαλιστικό αλλά προσεγμένα θεατρικό και με εξαίρετο επιμερισμό και σκιαγράφηση των δύο ηρώων, το “Θέλω να σου κρατάω το χέρι” (περιμένετε το φινάλε για να αντιληφθείτε τον τίτλο) είναι μια συναρπαστική διαδρομή ενός roller coaster, γεμάτη από απότομα σκαμπανεβάσματα, πλήρη αδρεναλίνης, με τη διαφορά πως τα δύο αυτά μοναδικά (και μοναχικά) βαγονάκια του τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα το ένα προς την κατεύθυνση του άλλου, είτε για να συγκρουστούν σε μια ανάποδη λούπα είτε για να συναντηθούν στην πιο γαλήνια ευθεία.
• Θέατρο Άλφα “Ληναίος-Φωτίου” – 28ης Οκτωβρίου (Πατησίων) 37 & Στουρνάρα 51, Πολυτεχνείο
Παραστάσεις: Παρασκευή-Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 19:00