“Κόκκινα φανάρια”, ελεύθερη απόδοση του θεατρικού (Το Σπίτι με τα) Κόκκινα Φανάρια του Αλέκου Γαλανού, σε διασκευή και δραματουργία Βασίλη Μπισμπίκη, Χρήστου Νικολόπουλου, σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης, πρωταγωνιστούν: Ερατώ Αγγουράκη, Λευτέρης Αγουρίδας, Ελεονώρα Αντωνιάδου, Μπέττυ Βακαλίδου, Δημήτρης Γαλάνης, Γιανμάζ Ερντάλ, Μάρα Ζαλώνη, Μάνος Καζαμίας, Διονύσης Κοκκοτάκης, Δημήτρης Παπάζογλου, Αγγέλα Πατσέλη, Γιώργος Σιδέρης, Τάσος Σωτηράκης, Στέλιος Τυριακίδης, Πουριά Χοσσεϊνί.
60 χρόνια μετά την πρεμιέρα τους στην Αθήνα, τα “Κόκκινα Φανάρια” του Αλέκου Γαλανού ανάβουν ξανά, έτσι όπως τα οραματίστηκε για την Αθήνα του σήμερα ο Βασίλης Μπισμπίκης, και η Μαντάμ Παρί μάς υποδέχεται και πάλι στο queer αυτή τη φορά στέκι της, για να ξεδιπλώσει μαζί με τα κορίτσια της, τους πελάτες, τους νταβάδες και τους αγαπητικούς, ιστορίες καθημερινής ερωτικής τρέλας, αγάπης, προδοσίας, ελπίδας και στιγμιαίας ξεγνοιασιάς έναντι του ολέθρου που περιμένει έξω από την πόρτα.
Xώρος προστατευμένος, σαν φούσκα που κρατά τους ανθρώπους της μακριά από την αμείλικτη πραγματικότητα, χρονοκάψουλα μιας κάβλας που πεθαίνει και της ηδονής -κρυφής, απαγορευμένης ή ανέμελης- που πλέον μας αποχαιρετά οριστικά, το κλαμπ της Μαντάμ Παρί χορεύει, πάλλεται και ζει για τον οργασμό στον ρυθμό μιας αντίστροφης μέτρησης, με την κάθε σκηνή, την κάθε εικόνα, το κάθε πήδημα να υπακούν σε αυτό το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου.
Αν τα μπουρδέλα της Τρούμπας του ’60 πέθαναν οριστικά με την έλευση της νέας εποχής που υπαγόρευε τον καθωσπρεπισμό και την αξιοπρέπεια της κρυφής νομιμότητας, κάποτε της οδού Φυλής και σήμερα των studio και των αγγελιών για έσκορτ, το “ντέλο” της Μαντάμ Παρί είναι η σημερινή εκδοχή τους που όμως κι αυτή αργοπεθαίνει παρέα με τους τελευταίους πελάτες του και μαζί με τα όνειρα των καλλιτεχνών του.
Αν είναι να πεθάνει όμως θα πεθάνει με λάμψη και μεγαλείο -αυτή τη λάμψη και αυτό το μεγαλείο που σε κυριεύουν όταν περνάς μέσα στην αίθουσα του Cartel και βρίσκεσαι σε αυτό το -σαν από άλλη εποχή- τεράστιο κωλόμπαρο. Τα μεγέθη είναι επιβλητικά, όπως και η σημασία στη λεπτομέρεια της κατασκευής και της διακόσμησης, με έναν σκασμό αντικείμενα, μικρά και μεγάλα, να συνθέτουν ένα σκηνικό-υπερπαραγωγή που ο Κένι ΜακΛέλαν έστησε σε αυτό το industrial υπόγειο και το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να χωρέσει όλους εμάς σαν πελάτες, ακόμα κι αν δεν καθόμαστε στις διακόσιες κάτι αμφιθεατρικές θέσεις της αίθουσας. Είναι τέτοιο το μέγεθος από κάθε άποψη που πραγματικά νομίζεις πως μπαίνεις στο club της Μαντάμ Παρί και όχι σε θέατρο.
Η επιβλητική πασαρέλα στο κέντρο του αχανούς χώρου, οι καναπέδες ολόγυρα, η μεγάλη μπάρα σε σχήμα “Π”, αυτό το τραπεζάκι φτιαγμένο από παλιά μπανιέρα, όλα τα σκατολοΐδια που βρίσκονται ολόγυρα, η ντισκόμπαλα, τα φώτα, τα ηχεία που θα ακούγονται εκκωφαντικά σε λίγο, τα “κρυφά” (αλλά με διάφανες επιφάνειες) δωμάτια, η τουαλέτα, τα πάντα απεκδύονται την ιδιότητα του σκηνικού και βυθίζονται στην ολότητα ενός αδυσώπητου ρεαλισμού που -όπως αποδεικνύεται σύντομα- σε παίρνει και σε σηκώνει. Πραγματικά αναρωτιόμουν κάποια στιγμή, πως εάν η διαμόρφωση του χώρου το επέτρεπε, όλοι εμείς θα μπορούσαμε να καθόμαστε σε τραπεζάκια και καναπέδες μέσα στον χώρο, όχι σαν θεατές, αλλά ως πελάτες, κάτι που ομολογουμένως θα απογείωνε τη βιωματική εμπειρία αυτού που θα ακολουθούσε -αν και δεν είμαι σίγουρος πόσοι θα είχαμε το στομάχι για κάτι τέτοιο.
Κι ύστερα, σβήνουν τα φώτα της αίθουσας, καλλιτέχνες και πελάτες παίρνουν τη θέση τους μέσα στο κλαμπ, καπνοί θαμπώνουν τα πάντα και αρχίζει το πρόγραμμα υπό το εκκωφαντικό beat του “Τι κάνω μόνη μου” της Δέσποινας Βανδή – το οποίο βρήκα εξαιρετικό ως επιλογή για πλείστους λόγους, όπως και οι υπόλοιποι θεατές που χαμογελούσαν πλατιά μέσα από τις μάσκες τους. Ευκαιρίας δοθείσης, δεν μπορώ να μην αναφερθώ στην ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ επιλογή των τραγουδιών που ακούγονται στην παράσταση και που προσφέρονται για show, συναισθηματική ανάπαυλα αλλά και τραγική συνειδητοποίηση. Από τη Δέσποινα Βανδή και τη Μπιγιονσέ στον Φρέντι Μέρκιουρι, από την Άννα Βίσση στη Λαίδη Γκάγκα και από τη Μαρινέλλα στη Σίρλεϋ Μπάσσεϋ, τα μουσικά νούμερα, πάντοτε στη διαπασών και στην drag υπερβολή τους, από τη μια ενισχύουν την κλαμπίστικη αληθοφάνεια του εγχειρήματος ενώ από την άλλη αποτελούν ανεπανάληπτη στιγμή λυτρωτικής κάθαρσης για ερμηνευτές και θεατές.
Υπάρχει ένας ελέφαντας όμως μέσα στο δωμάτιο και θα ήθελα να αναφερθώ κάπου εδώ σε αυτόν, ώστε να ξεμπερδεύουμε μια ώρα αρχύτερα μαζί του αφού, παρ’ ότι τον βλέπεις, εν τέλει ουδέποτε σε ενοχλεί η παρουσία του, ίσα-ίσα που θέλεις να πας και να τον χαϊδέψεις στη μουσούδα: μιλώ για την ανισότητα που εντοπίζεται στο κείμενο και στις ερμηνείες. Το κείμενο είναι φορές που πλατειάζει, ενώ η συνύπαρξη επαγγελματιών ηθοποιών με ερασιτέχνες ερμηνευτές δεν επιτρέπει ομοιογένεια υποκριτικής.
Όμως, όσο κι αν κάποιες φορές οι λέξεις είναι υπερβολικές και ορισμένες σκηνές τραβούν άσκοπα σε διάρκεια, αντιλαμβάνεσαι το επείγον της ύπαρξής τους και την ανάγκη που υπάρχει τα λόγια αυτά να ακουστούν, οπότε δεν σε νοιάζει τελικά ούτε η κατανομή του χρόνου ούτε το “too much” στην εκφορά. Από την άλλη, οι όποιες “ερασιτεχνικές” ερμηνείες μεταμορφώνουν μαγικά τα “Κόκκινα φανάρια” σε ντοκυμανταίρ υψηλής δραματουργικής ακρίβειας, οπότε σκέφτεσαι πως ακόμα κι αν είχαν επιλεγεί κορυφαίοι ηθοποιοί για αυτούς τους ρόλους, η παράσταση θα ήταν απλή αναπαράσταση, ενώ τώρα αποτελεί ντοκουμέντο ζωής. Όπως είπα, λοιπόν, ο ελέφαντας εκεί είναι, αλλά σε κοιτά με τα καλοσυνάτα του μάτια και δίνει μόνο αγάπη.
• Και πόση αγάπη έχει βάλει, ρε διάολε, ο Βασίλης Μπισμπίκης σε όλο αυτό! Αγάπη! Όχι κατανόηση, όχι αποδοχή, όχι καθωσπρεπισμούς και μαλακίες… Αγάπη μόνο. Δεν δικαιολογεί, απλά καταθέτει γεγονότα. Δεν εξυμνεί αλλά καταλαβαίνει. Δεν σνομπάρει όμως λυπάται. Δεν σηκώνει το δάχτυλο παρά είναι εκεί και νοιάζεται. Επειδή αγαπά. Αυτούς. Αυτές. Εμάς. Όλους.
Κατάθεση ψυχής, μνήμης και οργής σε έναν χείμαρρο λέξεων, κραυγών, βογγητών, lip sync και τρυφερότητας, τα “Κόκκινα φανάρια” είναι τόπος αγάπης, επ’ αμοιβή ή και όχι, όπου ο Μπισμπίκης στήνει φάρσες, καυγάδες, τραγωδίες, ανεκπλήρωτους έρωτες, παρτούζες και μεγαλειώδη μουσικοχορευτικά νούμερα (Αγγέλα Πατσέλη επιμέλεια κίνησης, Λάμπρος Παπούλιας φωτισμοί), ντύνοντας (Κένι ΜακΛέλαν κοστούμια, Γιάννης Παμούκης Μακιγιάζ-Σχεδιασμός χτενισμάτων) και γδύνοντας κυριολεκτικά τους ήρωές του δίπλα μας, ενώ στην ουσία γδύνει στην πραγματικότητα όλους εμάς απέναντί τους, αφήνοντάς μας μόνο με τα απολύτως απαραίτητα για να αντιληφθούμε το δράμα εμπρός μας: ψυχή, μυαλό και καρδιά. Οπότε, ολόγυμνοι ως οφείλουμε κι εμείς (αλλιώς, ας πάμε σπίτι μας να δούμε “Σασμό”) παρακολουθούμε τις παράλληλες ιστορίες αυτών των ανθρώπων, και τις ζωές μιας ολόκληρης γενιάς απόκληρων που πάντοτε ανέπνεαν αδιαφορία και την άρνηση της ύπαρξής τους, μεταμεσονύχτιες σκιές την ώρα που ο καλός κόσμος κοιμόταν και μαζί φιγούρες αταίριαστες, βγαλμένες από την ντουλάπα των ανομολόγητων παθών.
Η Ερατώ Αγγουράκη, συνεπής και μετρημένη στον ρόλο της Ρόζας, μιας ηθοποιού που μπαίνει στο κλαμπ για να αποκτήσει εμπειρίες για έναν ρόλο και τελικά παραδίδεται στον έρωτά της για τον κομπέρ της παράστασης, τον υπέροχο Δημήτρη Γαλάνη. Απόλαυση αυτό το παιδί εξ αρχής, με χορό και κίνηση και επιθυμία στο βλέμμα που συναρπάζουν στα μουσικά του νούμερα, τραγικός όταν αποκαλύπτει το αληθινό του πρόσωπο, ολόγυμνος κάτω από το ντους (μολονότι είναι μια από τις σκηνές με too much κείμενο που ανέφερα πρωτύτερα), για να απογειωθεί λεπτά αργότερα στην πασαρέλα στο “Βohemian Rhapsody”.
Ο Λευτέρης Αγουρίδας είναι συναρπαστικός μέσα στην ωμή απλότητα με την οποία αποδίδει τον Ντορή, το τσόλι που τρώει τα λεφτά της αγαπητικιάς του στα χαρτιά, με τον Μάνο Καζαμία να υποδύεται τη γερασμένη πια Μαρίνα με ασταμάτητη δύναμη, τρέλα, κατινιά και ορμή, ανήμπορη να ζήσει χωρίς αυτόν, να ξεσπά στους πάντες τρέχοντας πέρα-δώθε σαν την υστερικιά πάνω στις ψηλοτάκουνες γόβες της και να σε κάνει να τρέμεις μήπως παραπατήσει.
Η Ελεονώρα Αντωνιάδου είναι η πριγκιπέσσα του μαγαζιού, η Ελένη, που την άφησε ενέχυρο για να ξεχρεώσει ο προηγούμενος γκόμενος που την κοπάνησε στα ξένα, και ως πριγκιπέσσα χειρίζεται με αξιοπρέπεια τον ρόλο της, σνομπ, περήφανη μα διαλυμένη, τρέμοντας μην αποκαλύψει το μυστικό ανάμεσα στα σκέλια της ο Πέτρος, το νεαρό αγόρι που την ερωτεύθηκε, στον οποίο ο Διονύσης Κοκκοτάκης βάζει όλη την απαραίτητη πίκρα και οργή της προδοσίας.
Πληθωρικός και απειλητικός νταβάς ο Μιχαήλος του Τάσου Σωτηράκη, παραδομένος νταλικέρης ο Νικόλας του Γιώργου Σιδέρη μα τόσο τρυφερός μέσα στην ειλικρινή του χυδαιότητα, όταν εξομολογείται τον έρωτά του στην Άννα της ντοκυμανταιρίστικης ειλικρίνειας της Μάρας Ζαλώνη. Πανανθρώπινος ο Φερζά του Γιανμάζ Ερντάλ, συναρπαστικός, επίσης καθπώς ακροβατεί πανύψηλος κι ο ίδιος στις πανύψηλες γόβες του, ο Στέλιος Τυριακίδης μάς χαρίζει μια Μυρσίνη που μεταμορφώνεται από κυνηγημένο, φοβισμένο παιδί σε αδυσώπητη σκύλα και νέμεση της μαντάμ, αποστασιοποιημένα τραγικός λίγο πριν από το φινάλε.
Ένα φινάλε που αναμφισβήτητα ανήκει στις δυο μεγάλες μορφές που στοιχειώνουν τούτα εδώ τα “Κόκκινα Φανάρια”: την Κατερίνα του Δημήτρη Παπάζογλου και τη Μαντάμ Παρί της Μπέττυς Βακαλίδου. Ο Δημήτρης Παπάζογλου, μπορεί να μην έχει ερμηνευτική εμπειρία ως ηθοποιός, είναι όμως χρόνια στο κουρμπέτι του θεάτρου σε τεράστιες παραστάσεις και έχει όλο το τσαγανό, τη γνώση και το ένστικτο να αποδώσει ιδανικά τη “λεκανατζού” Κατερίνα. Απολαυστικός στις αφηγήσεις του για την παλιά queer Αθήνα, συντριπτικός στις σκηνές του πόνου, ανεπανάληπτος στη σκηνή του αποχωρισμού: “Δεν θα με χαιρετήσεις μωρή Παρί; Ούτε ένα αντίο; Ούτε καν ένα “άντε γαμήσου”;
Μόνο που η Μπέττυ Βακαλίδου επιλέγει τη μοναξιά και έναν αποχαιρετισμό που θα μείνει για πάντα χαραγμένος στους τοίχους του Cartel, όταν ολομόναχη στο κλαμπ, ολομόναχη επάνω στη σκηνή, ολομόναχη και στη ζωή, δίνει την τελευταία της παράσταση, ακίνητη, μαρμαρωμένη σαν με μάσκα αρχαίας τραγωδίας, σε ένα close up στον δικό της Σεσίλ Ντε Μιλ που όμως ανέκαθεν την είχε χεσμένη.
Και έτσι, ίσως στην καλύτερη στιγμή της καλλιτεχνικής της ζωής, η Παρί και μαζί η Μπέττυ υποκλίνονται στη δική τους άδεια Λεωφόρο της (τελευταίας) Δύσεως.
Υ.Γ.1: Να είστε προετοιμασμένοι για κάμποσο γυμνό, σεξ και μπινελίκι (έμαθα καινούργιες λέξεις).
Υ.Γ.2 Διαφωνώ με τη σκηνοθετική επιλογή το χειροκρότημα να γίνεται διαρκώς κάτω από τους ήχους της εκκωφαντικής μουσικής. Θα έπρεπε το μπιζάρισμα να επιτρέπει σε όλους αυτούς του ανθρώπους που πέθαναν για τρεις ώρες επάνω στη σκηνή να το ακούσουν και να το εισπράξουν σε όλη του την ορμή και τον αυθόρμητο ενθουσιασμό.
•Cartel Τεχνοχώρος – Λεγάκη 7, Άγιος Ιωάννης Ρέντης
Παραστάσεις: Δευτέρα στις 20:00, Σάββατο – Κυριακή στις 21:00