to top

Είδαμε την παράσταση | Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;

Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;

Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;, είναι δράμα του Έντουαρντ Άλμπι, σε σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη, με τους Νίκο Κουρή, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιάννη Δρακόπουλο, Μιχαήλ Ταμπακάκη.

Ετούτη εδώ η μέρα είναι πολύ σημαντική για τον Μάρτιν Γκρέυ. Όχι μόνο γιορτάζει τα 50 του χρόνια, αλλά είναι ο νικητής του σπουδαίου αρχιτεκτονικού βραβείου Πρίτζκερ, ενώ έχει αναλάβει τον σχεδιασμό ενός τεράστιου οικιστικού σχεδίου. Η γυναίκα του, η Στήβι, είναι πολύ υπερήφανη για αυτόν, ο φίλος του ο Ρος Τατλ θα έρθει να του πάρει συνέντευξη για την τηλεόραση, όμως ο Μάρτιν είναι διαρκώς αφηρημένος, με τις λέξεις να του γλιστρούν από το μυαλό και να τις αναζητά διαρκώς, φοβούμενος πως πάσχει από άνοια. Και κάποια στιγμή, πιεσμένος καθώς νιώθει, εξομολογείται στον Ρος πως είναι πολύ ερωτευμένος με τη Σύλβια, μια γίδα που συνάντησε προ καιρού, όταν επισκέφθηκε μια εξοχική κατοικία που σκεφτόταν να αγοράσει.

 

 

Με βραβεία Τόνυ και Drama Desk καλύτερου θεατρικού και θέση φιναλίστ για Πούλιτζερ, η “Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;” είναι από τα πιο ιδιαίτερα, τολμηρά και αμφιλεγόμενα έργα του σπουδαίου Έντουαρντ Άλμπι. Βαθύς γνώστης των δομών του θεάτρου και της οικογένειας, την οποία έχει βάλει πολλάκις στο μικροσκόπιο της πένας του, εδώ τη συνταράσσει και την κατεδαφίζει με μία και μόνο βληχή -α, ναι, ο Μάρτιν είναι κάθετος σε αυτό: η Σύλβια είναι γίδα και οι γίδες δεν βελάζουν, αλλά βληχώνται. Είναι γενικά κάθετος με τη γλώσσα ο Μάρτιν, δεν επιτρέπει συντακτικά λάθη ή ελευθερίες στη συζήτησή του με τον Ρος, τον ανοιχτόμυαλο, φιλελεύθερο, δημοσιογράφο φίλο του που όμως πέφτει διαρκώς σε συντακτικά λάθη, τα οποία σταδιακά εξοργίζουν τον Μάρτιν, διότι πώς τολμά ο Ρος να του ζητά τον λόγο για τη Σύλβια όταν δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει σωστά τις αναφορικές αντωνυμίες;

Και έτσι ο Μάρτιν συνεχίζει να διορθώνει τη σύνταξη των συνομιλητών του ενώ στο μεταξύ λέξεις εξακολουθούν να του γλιστρούν από το μυαλό, σε ένα διαλεκτικό παιχνίδι που αποκαλύπτει τις αλήθειες πίσω από τα προσχήματα. Διότι, βλέπετε, όλη αυτή η μπουρζουαζί φιλελεύθερη οπτική για τα πράγματα αυτού του καλλιεργημένου και πραγματικά ερωτευμένου αντρόγυνου που αγκάλιασαν με στοργή και αποδοχή τον ομοφυλόφιλο 17χρονο γιο τους, γίνεται συντρίμμια μαζί με τα βάζα που εκσφενδονίζει η Στήβι και μαζί με τις λέξεις που πλέον τα χείλη φτύνουν εκδικητικά, χωρίς κατανόηση, χωρίς αποδοχή και χωρίς αγάπη.

Έχει μεγάλη σημασία η λεκτική κορύφωση του έργου, καθώς ο Άλμπι (και μαζί ο Νικορέστης Χανιωτάκης στην πολύ καλή του μετάφραση) επιλέγει προσεκτικά τις λέξεις που ξεστομίζουν οι ήρωές του, καθώς ο λόγος είναι αυτός που ορίζει τις πράξεις τους και ο Λόγος είναι αυτός που δεν μπορεί να αντιληφθεί το παράλογο της ύβρεως του Μάρτιν που έπιασε γκόμενα μια γίδα.

 

Η παράσταση που οραματίστηκε ο Νικορέστης Χανιωτάκης τοποθετεί τους ήρωες μέσα σε ένα κουτί από πλέξιγκλας, ίδιο με το ασφυκτικό εν τέλει σαλόνι της μπουρζουαζί πολυτελούς οικογενειακής εστίας του ζεύγους Γκρέυ, ίδιο με προστατευτικό καραντίνας μιας ζωής μολυσματικής, ίδιο με κλωβό παράνομων αγώνων ελεύθερης πάλης, που όμως στη διάφανη επιφάνειά του αντανακλά παραμορφωμένα (ή ίσως πιο αληθινά) τα είδωλα των τεσσάρων πρωταγωνιστών. Με φωτισμούς κάθετους και επιθετικούς (Χριστίνα Θανάσουλα) μέσα σε ένα σκηνικό κενό συναισθημάτων (Αρετή Μουστάκα), γεμάτο από βάζα που από τρυφερά δοχεία για πολύχρωμα λουλούδια μετατρέπονται σε όπλα και ξέσπασμα οργής, ο Μιχαήλ Ταμπακάκης ξεδιπλώνει με μέτρο και ευφυή συναισθηματική κλιμάκωση την ιδιοσυγκρασία του καλομαθημένου έφηβου γιου που ορμά στον πατέρα που λατρεύει, νιώθοντας την ίδια στιγμή αποστροφή, ενώ ο Γιάννης Δρακόπουλος ελέγχει στα μέτρα του και στην εκλογικευμένη του αποστασιοποίηση τον ρόλο του δημοσιογράφου/αγγελιοφόρου Ρος που πιο εύκολα κατακρίνει και προδίδει παρά χρησιμοποιεί σωστά τις αναφορικές αντωνυμίες.

Η Λουκία Μιχαλοπούλου είναι εξαιρετική στον ρόλο της Στήβι, με διακυμάνσεις βαθιάς ειλικρίνειας και ρεαλισμού σε κάθε στάδιο της συναισθηματικής της κραυγής, λατρεμένη σύζυγος, μάνα και μαινάδα ταυτόχρονα, γυναίκα προδομένη μα πάντα ερωτευμένη με τον Μάρτιν, τον άντρα της που πηδιόταν με μια γίδα. Τον Μάρτιν που ο -για ακόμα μια φορά κορυφαίος- Νίκος Κουρής, με φωνή, έκφραση και κορμί, απογειώνει σε διαδρομές υπερρεαλισμού μα κατάφορης αληθοφάνειας, ξεδιπλώνοντας λέξη-λέξη τον πόνο του, τον έρωτά του, τον φόβο του και την αγάπη του για όλα όσα γκρέμισε και όλα όσα έχασε για πάντα.

 

• Αθηνών – Βουκουρεστίου 10, Κέντρο

Παραστάσεις: Τετάρτη έως Κυριακή στις 21:00, Σάββατο και στις 18:30

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following