to top

Είδαμε την παράσταση | Ξύπνα Βασίλη

Είδαμε την παράσταση | Ξύπνα Βασίλη

Το Ξύπνα Βασίλη, ειναι ηθογραφία του Δημήτρη Ψαθά, σε διασκευή Άρη Μπινιάρη και Θεοδώρας Καπράλου, σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, με τους Λαέρτη Μαλκότση, Ελένη Ουζουνίδου, Μαντώ Γιαννίκου, Γιώργο Παπαγεωργίου, Θανάση Ισιδώρου, Γιάννη Λατουσάκη, Λυδία Τζανουδάκη, Άνδρη Θεοδότου, Ηλία Μουλά.

Ο Βασίλης Βασιλάκης, καθ’ όλα ανεκτικός υπάλληλος στον εκδοτικό οίκο Φαράκου, yes man της αφεντικίνας του και του λαοπρόβλητου ποιητή της Φανφάρα, θύμα μάνας και αδελφής και παράδειγμα προς αποφυγή του συναδέλφου του, του Μάνου, γεννήθηκε το 1965 στο θέατρο Γκλόρια, πέρασε στη μεγάλη οθόνη της Finos Film το 1969 και τώρα επιστρέφει στο θέατρο, μέσα όμως από ένα άτυπο σινεμά. Η παράσταση που δημιούργησε ο Άρης Μπινιάρης για το Εθνικό Θέατρο το 2018, για να επαναληφθεί με μεγάλη επιτυχία και τη σαιζόν που ακολούθησε, επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά με τη φιλοξενία του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, στη νέα του σκηνή στο Θέατρο Ιλίσια. Θέατρο που έγινε σινεμά για να επιστρέψει με ματιά σινεμά στο θέατρο, στη σκηνή ενός θεάτρου που ήταν κάποτε σινεμά, το Ξύπνα Βασίλη! του Άρη Μπινιάρη ταυτίζει την ιστορία του με την ιστορία της σκηνής που ανεβαίνει και παντρεύει με ορμητική αισθητική την τέχνη του θεάτρου με αυτήν του σινεμά, μέσα από την οπτική μιας κάμερας που θα μπορούσε να ανήκει σε αλλόκοσμο reality.

 

 

Σε ένα σκηνικό τοπίο (Πάρις Μέξης) από ξύλινα τελάρα που περιβάλλουν τη σκηνή και τα οποία φράζουν τη ματιά του κοινού προς αυτήν, μας καλωσορίζουν δυο μουσικοί (Μιχάλης Βρέττας, Αντώνης Μαράτος) που βρίσκουν τη θέση τους στη δεξιά άκρη της, μαζί με τον κονφερανσιέ-τραγουδιστή (Γιάννης Λατουσάκης), που πολύ σύντομα αρχίζει να μας διαβάζει τις σκηνικές οδηγίες του κειμένου, περιγράφοντας τον τόπο και τον χώρο δράσης έως ότου ο Βασίλης Βασιλάκης κάνει την είσοδό του στην… οθόνη. Το μεγάλο ξύλινο τελάρο δεν σηκώνεται ποτέ, εξακολουθεί να αποκρύπτει τη σκηνή από τα μάτια μας και λειτουργεί σαν οθόνη σινεμά όπου παρακολουθούμε το θεατρικό σαν σε ασπρόμαυρη ταινία.

Με μια εξαιρετική μαεστρία στη σκηνοθεσία των ηθοποιών και τη χορογραφία του εικονολήπτη (Δημήτρης Αδάμης) που μας μεταδίδει live το έργο πίσω από την οθόνη, το γνώριμο στους περισσότερους κείμενο αποδομείται και μαζί ανασυντίθεται σε κάτι απόλυτα νέο αλλά και πρωτόγνωρα οικείο. Το ασπρόμαυρο, “τετράγωνο” καρέ μιας παλιάς ταινίας περιβάλλει έναν λόγο σημερινό, ορμητικό που μοιάζει ώρες-ώρες να ραπάρει στους ρυθμούς των εγχόρδων ή ακόμα και α καπέλα, την ίδια στιγμή που ένα καλοκουρδισμένο καστ μεταπηδά με τρομακτική ευκολία στα ερμηνευτικά είδη που απαιτούνται με κάθε εναλλαγή ύφους -από την παραδοσιακή κωμωδία στο μιούζικαλ και από ένα θέατρο σύγχρονο και πειραματικό σε ύφος τηλεοπτικού σήριαλ των ’90s.

Είναι σοκ ο τρόπος αυτός που καλείσαι να παρακολουθήσεις το έργο, καθώς το μυαλό κλωτσά στην κινούμενη εικόνα επί μιας οθόνης που δεν θα έπρεπε να υπάρχει στη θεατρική σκηνή, γνωρίζοντας πως πίσω της συντελούνται πράγματα που δεν μπορούν να δουν τα μάτια, εξαρτώμενα σε απόλυτο βαθμό καθώς είναι από το κάδρο της κάμερας και μόνο. Κι όλα αυτά υπό τη συνοδεία μιας μουσικής (Φώτης Σιώτας) ώρες-ώρες αλλόκοτης και σκληρής, με μελωδίες που κοντράρουν το παρόν του λόγου και της “γιε-γιε” εμφάνισης των μουσικών που είναι σαν να βγήκαν από υπόγειο κλαμπ στην πλατεία Αμερικής των χρόνων του ’60.

Με αυτά και με εκείνα, την πίεση που νιώθει ο Βασίλης στο έργο, ο Άρης Μπινιάρης την περνά εντέχνως σε όλους μας, με αυτήν την περιορισμένη και κατευθυνόμενη οπτική των πραγμάτων και τη μουσική που φωνάζει οδηγώντας σε μονοπάτια τρέλας. Κι είναι όταν η πίεση αυτή που συσσωρεύεται δεν βρίσκει άλλη διέξοδο από την τρέλα (κυριολεκτικά), τότε μόνο είναι που ο Βασίλης αποφυλακίζεται από την οθόνη και που η ματιά μας απολαμβάνει ξαφνικά τη μεγάλη εικόνα, σε έγχρωμον και σινεμασκόπ πλάνο, βγαλμένο από μιούζικαλ του Δαλιανίδη (υπό την επήρεια παραισθησιογόνων).

 

Διασκευασμένο σαν έργο συνόλου, με τις “μεγάλες” σκηνές του κάθε ρόλου να έχουν μεταμορφωθεί σε κάτι που μοιάζει με ραπ παρλάτα, κι όλο μαζί να ρέπει προς ένα ροκ μιούζικαλ, είναι τόσο αλληλένδετες οι ερμηνείες όλων που δύσκολα ξεχωρίζεις ρόλους και ηθοποιούς. Αδύνατον όμως να μην σταθείς στον γκροτέσκο πόνο της ερμηνείας του Βασίλη, όπως τον αποτυπώνει στην “οθόνη” ο Λαέρτης Μαλκότσης, με ύφος και επιρροές που στο μυαλό μου έφεραν τον Νίκο Σταυρίδη σε στιγμές αυτογνωσίας. Εξαίρετο το κωμικό τέμπο και η άνεση στην κάμερα της Ελένης Ουζουνίδου, στον ρόλο της μαμάς, ενώ ο Ηλίας Μουλάς ως Μάνος, κουβαλάει επάνω του ακατέργαστη τη φάτσα του καταφερτζή μαγκάκου που κυριάρχησε στο ελληνικό σινεμά (αλλά και στη χώρα).

Αξέχαστος μένει ο Γιώργος Παπαγεωργίου ως ποιητής Φανφάρας, με κίνηση, λόγο, έκφραση και φωνή που μοιάζουν σαν το “Rocky Horror Picture Show” να παντρεύτηκε κρυφά ένα μιούζικαλ της Finos. Ως τελευταία λεπτομέρεια που οφείλω να αναφέρω είναι τα κοστούμια (Πάρις Μέξης) που όχι μόνο ταξιδεύουν στην εποχή, αλλά “δουλεύουν” υπέροχα τόσο στο ασπρόμαυρο όσο και στο χρώμα.

 

•Θέατρο του Νέου Κόσμου -Θέατρο Ιλίσια – Παπαδιαμαντοπούλου 4,Ιλίσια

Παραστάσεις: Πέμπτη στις 21:00, Παρασκευή στις 19:00, Σάββατο, Κυριακή και Τετάρτη στις 21:15

Μάνος Θηραίος

Δεν ξέρω αν φταίει το ότι γύρω από τα Κάτω Πατήσια όπου γεννήθηκα και ζω υπήρχαν πολλοί κινηματογράφοι, το ότι είμαι μοναχοπαίδι ή ότι οι γονείς μου είχαν πάρει είδηση πως τους άφηνα στην ησυχία τους όταν έβλεπα ταινία. Κάπου εκεί πάντως έγινε η ζημιά, στα σίγουρα. Κι όσο, μεγαλώνοντας, ανακάλυπτα πως το σινεμά ήταν κάτι περισσότερο από περιπέτειες, κωμωδίες, από την Αλίκη ή την Έλενα Ναθαναήλ εκείνο το καλοκαίρι, τόσο μεγάλωνε και το ταξίδι. Πάντα γούσταρα να βλέπω ταινίες κι ύστερα να τις αφηγούμαι στους δικούς μου ανθρώπους. Κι ας μην τους γνώριζα όλους με το όνομά τους.

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following