to top

Μενέλαος Λουντέμης – Ο συγγραφέας που μετρούσε τα άστρα

Μενέλαος Λουντέμης

Ο Μενέλαος Λουντέμης γεννήθηκε στο χωριό Αγία Παρασκευή της Μικρασιατικής πόλης Γιάλοβας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Βαλασιάδης και προερχόταν από εύπορη οικογένεια που χρεοκόπησε μετά από την εγκατάστασή της στο ελληνικό κράτος. Πολύ μικρός γνώρισε το δράμα της προσφυγιάς.

Ξεριζωμένος από τη μικρασιατική πατρίδα εγκαταστάθηκε με τους δικούς του στον Εξαπλάτανο, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Από το 1925 φοίτησε στο εξατάξιο γυμνάσιο της Έδεσσας μέχρι το Γενάρη του 1929, που μαθητής της Δ΄ τάξης απεσύρθη, όπως σημειώνεται στο Γενικό Έλεγχο του σχολείου.

Εργάζεται σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, γραμματοδιδάσκαλος και επιστάτης στα έργα του ποταμού Λουδία (απ’ όπου θα εμπνευστεί εξάλλου και το φιλολογικό του ψευδώνυμο Λουντέμης).

Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, ο Λουντέμης θα έλθει στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοούμενους, οι οποίοι σύχναζαν στη λέσχη «αν Σουσί» της οδού Πατησίων. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τους διακεκριμένους ομοτέχνους του Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. 

Ο Μενέλαος Λουντέμης γράφει παράλληλα και γράφει πολύ. Όταν θα δημοσιευτεί σε λογοτεχνικό περιοδικό το πρώτο του διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια», η ζωή του Λουντέμη αλλάζει μονομιάς: βρίσκει δουλειά βιβλιοθηκάριου στην Αθηναϊκή Λέσχη και λίγο αργότερα, το 1938, τυπώνεται το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Τα πλοία δεν άραξαν».

Με το βιβλίο αυτό ο 27χρονος Μενέλαος Λουντέμης μοιράζεται το Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας κατά την πρώτη απονομή στην ιστορία του θεσμού και καθιερώνεται στον χώρο. Αν και οι αναποδιές καραδοκούν στη γωνιά. Την ώρα που γράφει τα περίφημα διηγήματά του «Περιμένοντας το ουράνιο τόξο» και «Γλυκοχάραμα», αλλά και το μυθιστόρημα «Έκσταση», οργανώνεται στην Αντίσταση με το ΕΑΜ κατά τη διάρκεια του πολέμου και της Κατοχής και γίνεται παθιασμένος αγωνιστής, αν και η ένταξή του στο ΚΚΕ τού κοστίζει μετά τον Εμφύλιο μια μακρόχρονη εξορία στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη (πλάι στον Γιάννη Ρίτσο και τον Μίκη Θεοδωράκη).

Έχοντας ήδη συμπληρώσει οχτώ χρόνια στην εξορία, ο Μενέλαος Λουντέμης μεταφέρεται το 1956 στην Αθήνα για να δικαστεί εκ νέου, με την κατηγορία «προπαρασκευαστικές πράξεις εσχάτης προδοσίας», για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες» και συγκεκριμένα για το διήγημα «Οι λύκοι ανεβαίνουν στον ουρανό». Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο, ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του, απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Όχι όμως γι’ αυτά που έγραψα, αλλά γι’ αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι’ αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι’ αυτούς».

Ο Μενέλαος Λουντέμης καλείται να απολογηθεί και κάνει μια αναδρομή στη ζωή του, περιγράφοντας το δράμα του, που δεν είναι παρά το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν φτάνει να μιλήσει για το παιδί του, τη Μυρτώ, όταν ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο, ο πρόεδρος παρατηρεί: «Απορώ πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας».

Ο Λουντέμης του απαντά αποστομωτικά: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ»!

 

 

Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Το οδοιπορικό του αυτό το αποτύπωσε το 1966 στο βιβλίο του Μπατ-Τάι. Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Λουντέμης γίνεται δεκτός με πανηγυρισμούς. Όπως θυμόταν η κόρη του, Μυρτώ: «Όταν επέστρεψε, λοιπόν, ήταν ένας θρίαμβος. Και δικαιώθηκε ο για όσα τράβηξε. Γιατί η αγάπη του κόσμου ήταν δυσβάσταχτη. Εκείνος είχε την καρδιά του, στο αεροδρόμιο τον πνίγανε οι άνθρωποι, να πέφτουν πάνω του, φοιτητές, φίλοι, ένα θέαμα πραγματικά αξιοζήλευτο για κάποιον που θέλει να είναι διάσημος. Να είναι μεγάλος. Για έναν μεγάλο ήταν μια επιστροφή θρίαμβος, όπως ακριβώς θα το ήθελε και όπως ακριβώς του άξιζε.

 

 

Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς και μια κόρη, τη Μυρτώ.

Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης, ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας. Η πένα του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Έργα του, όπως τα μυθιστορήματα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ-σέλερ «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70.

Ό,τι άγγιζε ο Λουντέμης γινόταν στάχτη και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι εδώ η Ρίκα Διαλυνά! τότε φοιτήτρια της σχολής καλών τεχνών και μετέπειτα ηθοποιός ήθελε διακαώς να γνωρίσει τον Λουντέμη και το 1954, λίγο πριν από τη συμμετοχή της στα καλλιστεία, εκπλήρωσε το όνειρό της. Η γνωριμία τους οδήγησε σε συνεργασία, καθώς η Ρίκα φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του βιβλίου του «Κραυγή στα Πέρατα». Λίγους μήνες μετά, πήρε μέρος στα καλλιστεία και στέφθηκε Σταρ Ελλάς, αν και όταν ως εστεμμένη χρειάστηκε να επισκεφτεί τις ΗΠΑ, διαπίστωσε ότι η είσοδός της στη χώρα απαγορευόταν. Η συνεργασία της νεαρής με τον αριστερό συγγραφέα θεωρήθηκε ύποπτη στην εποχή του μακαρθισμού!

Στη λογοτεχνία του Λουντέμη δεσπόζει η τάση του να στρέφεται εξ’ ολοκλήρου γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο – αφηγητή, που ανήκει στους περιθωριακούς τύπους των καταπιεσμένων κοινωνικά στρωμάτων και το οποίο μας δίνει την προσωπική του οπτική της μοναξιάς, του ανεκπλήρωτου.

Ο “εθελοντής ενός δικαιότερου κόσμου, για τον οποίο πρόσφερε την ψυχή του”, όπως τον χαρακτήρισε ο Νικηφόρος Βρεττάκος, χάρισε στην ανθρωπότητα τη μοναδική «Τετραλογία του Μέλιου», όπως έγιναν γνωστά τα μυθιστορήματά του «Συννεφιάζει», «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», «Αγέλαστη Άνοιξη» και «Κάτω απ’ τα κάστρα της ελπίδας», καθώς παρακολουθούν τη ζωή του Μέλιου Καδρά.

Λεωνίδας Βασιλόπουλος

Λατρεύω αυτή την πόλη, όταν πολλοί την μισούν. Η Αθήνα είναι όμορφη, ιδιαίτερη, απλά πρέπει να σηκώσεις το βλέμμα για να την δεις, πρέπει να την περπατήσεις, να την ψάξεις, τότε μόνο θα την ανακαλύψεις. πάμε παρέα….

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following