Το Merry Christmas Mr. Lawrence, έιναι δραματική ταινία σε σκηνοθεσία Ναγκίσα Οσίμα, με τους Τομ Κόντι, Ντέηβιντ Μπόουι, Ριουίτσι Σακαμότο, Τακέσι Κιτάνο.
Ιάβα, 1942. Σε ένα ιαπωνικό στρατόπεδο κρατουμένων, η άφιξη του βρετανού στρατιώτη Τζακ Σέλιερς αναταράσσει συθέμελα τις ισορροπίες. Μολονότι δειλός στα μάτια του διοικητή, Λοχαγού Γιονόι, αφού ο Σέλιερς παραδόθηκε στους Ιάπωνες ώστε να προφυλάξει από αντίποινα τους κατοίκους ενός χωριού, το αγέρωχο παράστημα και το θράσος στη συμπεριφορά του δείχνουν να του προκαλούν έναν υπέρμετρο θαυμασμό που μεταφράζεται σταδιακά σε εμμονή που φτάνει στα όρια του έρωτα. Καθώς η συμπεριφορά του Γιονόι είναι διαρκώς απρόβλεπτη, μοναδικός που μπορεί να προφυλάξει τα προσχήματα και τις ζωές τους στο στρατόπεδο είναι ο Συνταγματάρχης Τζων Λώρενς, ο οποίος μιλά γιαπωνέζικα και μπορεί να συνεννοηθεί πιο ουσιαστικά τόσο με τον Διοικητή όσο και με τον επί των γενικών καθηκόντων Λοχία Χάρα. Δύο Βρετανοί και δύο Ιάπωνες, όλοι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά και τόσο ίδιοι σε ό,τι αφορά την πίστη τους στην τιμή και την αξιοπρέπεια, ενώνουν την ύπαρξή τους για αυτές τις λίγες ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, χαμένοι σε έναν πόλεμο που μαίνεται ακόμα, τόσο στα πεδία της μάχης μακριά τους, όσο και μέσα στην ίδια τους την ψυχή.
Από το 1983 όταν το είχα πρωτοδεί στο Ράδιο Σίτυ της Αθήνας, σε διανομή της Σπέντζος Φιλμ, έως τώρα που το ξαναείδα στο Ertflix, 37 χρόνια μετά, είναι πραγματικά αξιοπερίεργο πώς τα συναισθήματα που προκαλεί το φιλμ καθώς και η επίγευση που αφήνει παραμένουν ακόμα τα ίδια, όπως ίδια και αλώβητη στον χρόνο παραμένει και η δύναμή του. Μια Βαβέλ λέξεων, συμπεριφορών και συναισθημάτων, μια διαρκής αμηχανία, ο φόβος του απρόβλεπτου, το ένστικτο της επιβίωσης και αυτή η διαρκής υπόσχεση έρωτα και θανάτου που πλανάται αδιόρατη, μετατρέπουν αυτήν την άνιση και αλλόκοτη ταινία σε κάτι ακόμα πιο αλλόκοτο, που όμως άπαξ και την παρακολουθήσεις γίνεται αυτόματα κομμάτι του DNA σου.
Βλέπετε, αρκούν αυτές οι ρημάδες οι πέντε πρώτες νότες της μουσικής των τίτλων, αυτό το ντα ντα ντι νταντα, για να ενεργοποιήσουν μνήμες μιας ζωής αλλά και να σε αρπάξουν από τον λαιμό, ακόμα κι αν τη βλέπεις σήμερα για πρώτη φορά, και να μην σε αφήσουν μέχρι το τέλος, όταν θα ξεπλένεις τη ντροπή και την οδύνη σου με δάκρυα, καθώς πάλι αυτό το ντα ντα ντι νταντα θα ξαναχτυπά στον ρυθμό της καρδιάς, έχοντας κάνει τον κύκλο του, ένα δευτερόλεπτο μετά τον Τακέσι Κιτάνο να εύχεται ουρλιάζοντας, κατάφατσα στην κάμερα, “Καλά Χριστούγεννα κύριε Λώρενς”.
Αυτή η λουσμένη στον καυτό ήλιο που σιγοψήνει το άνυδρο τοπίο αλλοκοτιά είναι τελικά έργο ψυχής παρά λογικής και προετοιμασίας. Με στόχο να μιλήσει για την τιμή και τον έρωτα ανάμεσα σε δύο πολιτισμούς που συγκρούονται, και η ίδια η ταινία μοιάζει να πέφτει θύμα της σύγκρουσης αυτών των δύο πολιτισμών. Συμπαραγωγή Βρετανίας και Ιαπωνίας, με τον Όσιμα να σκηνοθετεί ξανά πέντε χρόνια μετά την “Αυτοκρατορία του Πάθους” και χαμένη κυριολεκτικά στη μετάφραση, η ταινία κάποιες στιγμές είναι σαν να βγαίνει εκτός ελέγχου, καθώς η μενταλιτέ των ιαπώνων ηρώων δεν περνά ή δεν αποδίδεται ποτέ στα δυτικά μάτια, ενώ το σενάριο υπαινίσσεται περισσότερα από όσα λέει ανοιχτά.
Οι ίδιες οι ερμηνείες πάσχουν να συντονιστούν μεταξύ τους, με τον Σακαμότο (κυρίως) και τον Κιτάνο (λιγότερο) να υποφέρουν όταν αναγκάζονται να μιλήσουν Αγγλικά ή να ακούγονται απειλητικά υστερικοί όταν μιλούν στη μητρική τους γλώσσα. Κι όλο αυτό έναντι της στωικής παρουσίας τόσο του μεσσιανικού σχεδόν Μπόουι και του απόμακρου συναισθηματικά παρατηρητή Κόντι, μάρτυρα και Απόστολου συνάμα σε ένα παιχνίδι κυριαρχίας και κατανόησης, με φόντο τον θάνατο και την τιμωρία.
Είτε δυτική ταινία με ιαπωνική ματιά είτε γιαπωνέζικη ταινία στα Αγγλικά, το “Καλά Χριστούγεννα κύριε Λώρενς” αναζητά ύφος και ταυτότητα, όμως όλο αυτό το πολιτισμικό χάος που τη διακατέχει δουλεύει προς όφελός της. Δικαίως στα μάτια μας (ως δυτικών θεατών) η συμπεριφορά και οι αντιδράσεις του Γιονόι και του Χάρα φαντάζουν ακατανόητες καθώς εμείς είμαστε ο ξένοι που έχουν φυλακιστεί στο δικό τους στρατόπεδο. Την ίδια στιγμή όμως που ο Όσιμα διακατέχεται από την αυστηρότητα της γλώσσας και του σινεμά του, αφήνεται σε ένα (αδικαιολόγητα ενδεχομένως) μακροσκελές flash back στα παιδικά χρόνια του Σέλιερς, γοητευμένος και ο ίδιος από το μελό και τη συγκινησιακή φόρτιση του δικού μας κινηματογράφου. Ενδεχομένως κάποιος να υποστήριζε πως το σενάριο θα έπρεπε να είχε πει περισσότερα από όσα τελικά λέει όμως, στην τελική, αυτή η υποψία που πλανάται διαρκώς και αυτή η παραζάλη της μετάφρασης και της διερμηνείας των συναισθημάτων να είναι και η μεγαλύτερη δύναμή του σε συγκινησιακό επίπεδο.
Επίτηδες ή από βούληση ψυχής, αυτή η μνημειώδης συνύπαρξη τεράτων της μουσικής και του κινηματογράφου και η λεπτή ειρωνεία της υπαινισσόμενης σχέσης δύο μουσικών -του Μπόουι και του Σακαμότο- να κάνει τα νοήματα του φιλμ να ταξιδεύουν σε περισσότερα σημεία και να παγιδεύουν τον θεατή σε έναν στρόβιλο συναισθημάτων που τον κυκλώνει από παντού, καθώς εν τέλει νιώθει περισσότερα από όσα αντιλαμβάνεται. Και εν μέσω όλης αυτής της λαίλαπας, απομένει πάντα ο Ντέηβιντ Μπόουι, να λυτρώνει τον δικό του Ιούδα με ένα φιλί, σηματοδοτώντας το μαρτύριο που του επιφυλάσσει, όχι στον λόφο του Γολγοθά, μα κάτω από την καυτή άμμο της Ιάβας.
• BAFTA Μουσικής Επένδυσης στον Ριουίτσι Σακαμότο.