Πολλές γυναίκες αγχώνονται, δικαιολογημένα, με το θέμα της μητρότητας. Πώς τη βιώνουμε τελικά; Ως δυνατότητα ή ως υποχρέωση; Ή και τα δύο;
Θέλω να κάνω παιδί; Θέλω πραγματικά να κάνω παιδί ή το θέλω επειδή ίσως να μην μπορώ να το κάνω μετά; Φοβάμαι μην το μετανιώσω αν δεν κάνω.
Σε όλες τις γυναίκες, ειδικά μετά από κάποια ηλικία, ασκείται ανελέητη κοινωνική πίεση να γίνουν μητέρες. Θεωρείται υπέρτατη εκπλήρωση μιας γυναίκας. Για κάποιες γυναίκες είναι πράγματι. Είναι όμως για όλες; Κι αν κάποια γυναίκα δεν θέλει ή δεν μπορεί να κάνει παιδί;
Οι γυναίκες που επιλέγουν να μη γίνουν μητέρες αντιμετωπίζονται ως κάτι κατώτερο, ως πιο ανώριμες, εγωίστριες ή αξιολύπητες και καλούνται συνεχώς να λογοδοτήσουν για την επιλογή τους να μη γίνουν μητέρες.
Από το 2012 οργανώνω βιωματικά εργαστήρια και ομάδες, όπου εξετάζουμε την αμφιθυμία μας για το θέμα της μητρότητας. Σε αυτές τις ομάδες έχουμε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε για το τι σημαίνει (μη) μητρότητα για την καθεμία, το ρόλο της ευρύτερης κοινωνίας και του άμεσου περίγυρού μας, τις σκέψεις μας και τις ανησυχίες μας, σε μια προσπάθεια να ψηλαφίσουμε τις πραγματικές μας επιθυμίες.
Στα εργαστήρια και τις ομάδες επικεντρωνόμαστε κυρίως στο «θέλω ή δεν θέλω». Από τη στιγμή που έχουμε βεβαιότητα για το «θέλω», προκύπτουν άλλα διλήμματα και προβληματισμοί: να το κάνω μόνη μου, να το κάνω με σύντροφο, με ποιον σύντροφο, μπορώ/γίνεται να κάνω παιδί ως λεσβία, χρειάζεται πατέρας, τι πατέρας, μήπως παραείμαι μικρή, μήπως παραείμαι μεγάλη, κτλ.
Φιμώνοντας τις φωνές των γυναικών
Πολλά ενδιαφέροντα πράγματα βγαίνουν στην επιφάνεια στις ομάδες και τα εργαστήρια. Πρώτο και χαρακτηριστικότερο είναι η πίεση που δέχονται οι γυναίκες να γίνουν μητέρες. Συχνά, η πίεση αυτή είναι άμεση και κραυγαλέα (π.χ. από γονείς που ζητούν εγγόνια), όμως τις περισσότερες φορές η πίεση είναι πιο ύπουλη και έμμεση· βασικά, ξεκινά από τη νηπιακή ηλικία, με τα μωρά-κούκλες που πρέπει να φροντίζουν τα κοριτσάκια, προκειμένου να προετοιμαστούν για τον (αυτονόητο) ρόλο τους, ενώ τα αγόρια δεν ενθαρρύνονται ή ακόμα και αποθαρρύνονται. Ειδικά μετά από κάποια ηλικία, η πίεση προς τις γυναίκες να τεκνοποιήσουν παίρνει διαστάσεις κανονικού ψυχολογικού πολέμου. Οι γυναίκες της ομάδας ανέφεραν ότι εισπράττουν κατηγορίες πως είναι «λιγότερο σοβαρές», «ανώριμες σε σύγκριση με τα αδέρφια τους που έχουν κάνει παιδί», ότι «κοιτάζουν μόνο την πάρτη τους», «δεν ξέρουν τι χάνουν», «είναι καιρός να σοβαρέψουν» ή «θα το μετανιώσουν πικρά όταν θα είναι πολύ αργά».
Η πίεση αυτή δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Ακόμα και σε πιο «προχωρημένες» χώρες, με μεγαλύτερη ισότητα μεταξύ των φύλων, όπως η Νορβηγία ή η Δανία, οι γυναίκες που δεν κάνουν παιδιά επικρίνονται για την «αφύσικη» στάση τους, σύμφωνα με έρευνες και προσωπικές μαρτυρίες γυναικών.
• Το πιο εξοργιστικό, ωστόσο, είναι πως όταν μια γυναίκα λέει «δεν θέλω να κάνω παιδιά», πολύ απλά δεν ακούγεται· αντιθέτως, η γυναίκα εισπράττει παραλλαγές των ακόλουθων ακυρωτικών σχολίων:
• απλώς, δεν νιώθεις έτοιμη ακόμα
• ανησυχείς τόσο πολύ ότι δεν θα ’σαι καλή μητέρα;
• φοβάσαι ότι θα ξεβολευτείς;
• είναι βέβαιο ότι θ’ αλλάξεις γνώμη αργότερα
• μα δεν αγαπάς τα παιδιά;
• είσαι πολύ εγωίστρια!
• κάνε και θα σου αρέσει
• θα το μετανιώσεις και μετά θα ’ναι αργά
Τα θέλω της γυναίκας δεν ακούγονται, δέχεται επιθέσεις, αμφισβητείται η πνευματική υγεία της, η ψυχολογική της κατάσταση, έως και η ανθρωπιά της. Όπως ανέφεραν πολλές γυναίκες, όταν λένε ότι δεν θέλουν να κάνουν παιδί, ο περίγυρός τους προσπαθεί να τις πείσει ότι ενδόμυχα θέλουν, απλώς «αγχώνονται για το αν θα γίνουν καλές μητέρες» ή «έχουν κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα», το οποίο θα το ξεπεράσουν μόλις αντικρύσουν «το γλυκό μουτράκι του μωρού τους». Το «δεν θέλω» αμφισβητείται, καθώς όλοι πιστεύουν ότι αποκλείεται μια φυσιολογική γυναίκα να μη θέλει να γίνει μάνα.
Αντιθέτως, όταν μια γυναίκα λέει ότι θέλει να κάνει παιδί (ακόμα κι αν απαιτούνται διαδικασίες επώδυνες, χρονοβόρες, δαπανηρές και επιβαρυντικές για την υγεία της) αυτή η επιθυμία θεωρείται απολύτως φυσική και ποτέ δεν αμφισβητείται, ακόμα κι όταν μια γυναίκα φτάνει σε εξωφρενικές ακρότητες για να την πραγματοποιήσει, καταστρέφοντας τον γάμο της ή/και την υγεία της. Η μητρότητα θεωρείται ιερή και στον βωμό της αξίζει να θυσιαστούν τα πάντα.
Τι θέλω πραγματικά;
Σχεδόν όλες οι γυναίκες της ομάδας προβληματίζονταν κατά πόσο η επιθυμία τους να κάνουν παιδί είναι πραγματική, γνήσια δική τους ή επιβεβλημένη, φορεμένη από την κοινωνία. Είναι ένα βασανιστικό ερώτημα, αλλά τελείως άτοπο. Δεν υπάρχει ένας εαυτός μας αγνός, γνήσιος, αμόλυντος, ανεπηρέαστος από την επιρροή της κοινωνίας. Είμαστε όλες μας προϊόν της εκάστοτε κουλτούρας μας. Οι κοινωνικές μας επιρροές έχουν συνδιαμορφώσει αυτό που είμαστε και τα όσα θέλουμε. Συνεπώς, αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξετάσουμε τα θέλω μας στο σήμερα, τι σημαίνουν για μας, πώς στεκόμαστε απέναντί τους, με βάση τα τωρινά μας κριτήρια, εμπλουτίζοντας και φωτίζοντας καλύτερα τον προβληματισμό μας, αντί να ψάχνουμε μια χιμαιρική βερσιόν ενός ανεπηρέαστου εαυτού.
Κάποια από τα ζητήματα που έθεσαν οι γυναίκες στις βιωματικές ομάδες είναι:
• Μια γυναίκα μπορεί να ζήσει ευτυχισμένα και χωρίς να γίνει μητέρα
• Αν δεν κάνω παιδί, φοβάμαι ότι θα μου μείνει απωθημένο
• Όταν κάνεις παιδί, ολοκληρώνεσαι σαν γυναίκα
• Όταν δεν έχεις κάνει παιδί μετά από κάποια ηλικία, σε κοιτάζουν κάπως, σαν να σε λυπούνται
• Οι γυναίκες που έχουν κάνει παιδί θεωρούνται πιο ολοκληρωμένες σαν άνθρωποι
• Φοβάμαι μη μείνω έγκυος, αλλά θα ήθελα να ξέρω αν μπορώ
• Πώς θα με αλλάξει σαν άνθρωπο το να γίνω μητέρα
• Περισσότερο μ’ ενδιαφέρει η εγκυμοσύνη παρά η μητρότητα
• Ευχαριστούμε για την παραχώρηση του άρθρου, Webtherapy.gr