to top

Και μετά το play…. τι;

Και μετά το play…. τι;

Πού είχαμε μείνει; Δε θυμάμαι. Τι κάναμε όταν πατήθηκε το pause; Είχαμε αφήσει εκκρεμότητες; Μήπως κάτι στη μέση; Έναν καφέ που έγινε νερομπούλι; Ένα μπέργκερ που έγινε απολίθωμα; Μία παράσταση που έγινε video; Έναν γκόμενο που έγινε Λούης;

Ο συναγερμός έληξε. Τώρα θα πάρουμε το αίμα μας πίσω. Θα καλύψουμε τα κενά. Θα ανακτήσουμε το χαμένος έδαφος. Θα χτίσουμε ό,τι είχαμε αφήσει στα μπετά.

 

Θα παραγγείλουμε καινούριο καφέ. Κάνω νεύμα στο σερβιτόρο. Εγώ στην Τήνο, αυτός στη Μύκονο. Έχει καλοκαιρία και με βλέπει. Δεν κάνει βήμα. Ή δεν ξέρει κολύμπι ή περιμένει το φέρι μποτ. Ας βγάλω τα λαρύγγια μου..

– Ένα φρέντο καπουτσίνο, γλυκό με μαύρη. (Δύο αυτοκίνητα τρακάρουν)

– Δεν σας άκουσα.

– Ένα φρέντο καπουτσίνο, γλυκό με μαύρη. (Μία γιαγιά παθαίνει καρδιακό)

– Πάλι δεν σας άκουσα.

– Να σας το στείλω με μήνυμα; (Δύο σκυλιά αρχίζουν να τρώνε τη γιαγιά. Κανείς δεν την έχει σηκώσει)

– Δεν ακούω.

– Μήπως φταίει η μάσκα;

 

Κατεβάζω τη μάσκα για δύο δευτερόλεπτα. Δεν τελείωσα την επέμβαση. Προσπαθώ να παραγγείλω. Ακούγονται σειρήνες. Ένας αστυνομικός με βάζει στην κλούβα. Η φίλη μου από τη διπλανή καφετέρια παρακολουθεί με λύπη τη σύλληψή μου. «Θα σου φέρνω μπαταρία για το ηλεκτρονικό», για το ηλεκτρονικό. Έναν καφέ είπαμε να πιούμε παρέα μετά από τόσο καιρό καραντίνας και τελικά θα τον πιει μόνη της.

Αποφυλακίζομαι. Ας το γιορτάσουμε με ένα σουβλάκι. Πάμε σε πέντε παγκάκια να το φάμε. Εγώ κάθομαι στο πρώτο, η φίλη μου στο τελευταίο. Ανάμεσά μας ένα ζευγάρι. Το αγόρι στην άκρη του δικού του. Το κορίτσι στην άκρη του δικού της. Φωνάζουμε τα νέα μας. Τα φιλιά που ανταλλάσσει το ζευγάρι καλύπτουν τις φωνές μας. Τόσους μήνες στερητικό δεν μπορώ να βλέπω αυτό το θέαμα. Εκνευρίζομαι. Γυρίζω πλάτη και συνεχίζω να μιλάω. Έχω τελειώσει σχεδόν το σουβλάκι και η φίλη μου δεν απαντάει. Γυρίζω. Η φίλη μου στο έδαφος αιμόφυρτη. Οι νέοι δεν ήταν μόνο ερωτευμένοι. Ήταν και κλέφτες. Της πήραν τα πέντε ευρώ που είχε πάνω της. Της πήραν και το σουβλάκι. Τρομερό. Την επόμενη φορά θα βγούμε για σούσι. Δεν το τρώνε όλοι.

Η φίλη μου συνέρχεται από το κώμα. Έχουμε όρεξη για θερινό σινεμά. Εκείνη θέλει θρίλερ, εγώ αισθηματικό. Ας δούμε και τα δύο. Εκείνη πάει στα Εξάρχεια, εγώ στο Θησείο. Μετά συναντιόμαστε στο skype για λεπτομερέστατη κριτική.

Της αποκαλύπτω πως κάποιος με φλέρταρε. Εγώ αγόραζα ποπ-κορν κι αυτός ήταν στην ουρά του κυλικείου, δύο τετράγωνα πιο κάτω. Έγραψε το τηλέφωνό του πάνω στη συσκευασία των νάτσος. Φεύγοντας, την έπιασα από τα σκουπίδια. Η φίλη μου με παροτρύνει να του στείλω μήνυμα. Του στέλνω. Αυτός ενθουσιάζεται.

Κλείνουμε ραντεβού έξω από την πολυκατοικία του. Φοράω την ίδια μάσκα για να με αναγνωρίσει. Μπαίνει πρώτος και αφήνει την πόρτα ανοιχτή. Πέντε λεπτά αργότερα, μπουκάρω κι εγώ. Δε λέμε τίποτα. Περνάμε κατευθείαν στο «παρασύνθημα». Βγάζουμε γάντια, πετάμε μάσκες. Αυτός κοντοστέκεται. Δε με πλησιάζει.

– Τι συμβαίνει; Μυρίζω αντισηπτικό;.

– Όχι, χωρίς μάσκα δε μ’ αρέσεις.

– Ε, να την ξαναφορέσω.

– Συγγνώμη για την ταλαιπωρία.

• Με διώχνει κακήν κακώς. Κλαίω έξω από την πολυκατοικία, δίπλα σε μία φτέρη που μου μπαίνει στη μύτη. Φταρνίζομαι. Να μην τα πολυλογώ. Ποιος μπορεί να έρθει να με πάρει από το Τμήμα; Κι αν σας είναι εύκολο, ξαναπατήστε το pause. Θα με υποχρεώνατε.

 

 

Αντώνης Μπούμπας

O Αντώνης έχει ψώνιο με το γράψιμο και το θέατρο - αν μπορούσε θα έκανε μόνο αυτά στη ζωή του - αλλά οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις δεν επιτρέπουν να βρίσκεται στην πόλη. Όποτε μπορεί, ανεβαίνει, βιώνει, βλέπει παραστάσεις και γράφει γι αυτές..

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following