to top

Γιατί δεν πρέπει ποτέ να κάνεις νονό έναν μετεωρολόγο

Γιατί δεν πρέπει ποτέ να κάνεις νονό έναν μετεωρολόγο

Κοιτούσα την πόρτα εδώ και ώρα. Ένιωθα φρέσκος και έτοιμος. Είχα μόλις κάνει μπάνιο και το νερό ήταν τόσο ζεστό που ήμουν πεπεισμένος πως όλες μου οι αμαρτίες θα έχουν τσουρουφλιστεί και θα έχουν εξαφανιστεί. Ένιωθα ελαφρύς σα σύννεφο, σίγουρος σα λιοντάρι που παραμονεύει το θήραμά του και αρκούντως ερωτικός σαν αφίσα στο μέσον ενός εφηβικού κοριτσίστικου περιοδικού. Όλα έδειχνα εξαίσια και καλοκουρδισμένα και η ζωή είχε ένα κάποιο νόημα επιτέλους γιατί …την περίμενα να έρθει.

Κοιτούσα την πόρτα όμως εδώ και ώρα και εκείνη δεν χτυπούσε για να σηκωθώ, να ανοίξω και να αντικρίσω αυτό που με έκανε ελαφρύ σα σύννεφο και σίγουρο σα λιοντάρι. Για να είμαι ειλικρινής πρέπει να κοιτούσα την πόρτα για περίπου δύο ώρες δίχως να κάνει το οτιδήποτε άλλο παράλληλα. Παρατήρησα τους τεχνητούς ρόζους της μελαμινικής της επένδυσης, το ματάκι που μπορούσες να κοιτάξεις εκεί έξω κρυφά. Κοιτούσα την κλειδαριά της και το πόμολο που με την κυρτή του επιφάνεια περίμενε στωικά την παλάμη μου να το πιέσει. Και τίποτε από όλα αυτά δεν είχε πριν τόσο ενδιαφέρον πάνω σε εκείνη την πόρτα, ως αυτή τη μέρα που την κοιτούσα τόσο έντονα, περιμένοντας να χτυπήσει.

 

Θα σας κάνει στα σίγουρα εντύπωση όταν αναφέρω πως περίμενα την πόρτα να χτυπήσει αντί για το κουδούνι και έτσι θα πρέπει να σας το εξηγήσω: Εδώ και πολλά χρόνια έχω αποσυνδέσει το κουδούνι της εξώπορτας. Το ξεπάτωσα κανονικά από το εσωτερικό του σπιτιού, αφήνοντας άθικτο το κουδούνι έξω. Δεν μου άρεσε να χτυπά πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, όποιος και να με επισκεπτόταν. Προτιμούσα μια πιο ανθρώπινη μέθοδο. Ένα χτύπημα στο ξύλο ή μια σειρά χτυπημάτων. Έτσι μπορούσα πάντοτε να καταλάβω σε τι ψυχολογική κατάσταση βρισκόταν ο επισκέπτης. Αν ένιωθε άβολα θα χτυπούσε απαλά, αν ήταν φίλος θα χτυπούσε με σιγουριά και πολλές φορές, αν ήταν για κακό θα χτυπούσε μανιασμένα και αν πάλι είχε πρώτα προσπαθήσει να πατήσει το χαλασμένο πλέον κουδούνι κάμποσες φορές δίχως αποτέλεσμα τότε θα έβγαιναν στην επιφάνεια της ξύλινης πόρτας οι πραγματικές του προθέσεις. Έτσι, αποσυνδέοντας το ηλεκτρικό κουδούνι, ήμουν πάντα προετοιμασμένος το τι θα αντικρίσω σαν άνοιγα την πόρτα.

Για το ενδεχόμενο όμως να μη χτυπήσει, ούτε με τον ένα αλλά ούτε με τον άλλο τρόπο, δεν ήμουν έτοιμος. Κάπως έτσι παρέμεινα εκεί, στην καρέκλα του σαλονιού, κοιτάζοντας την πόρτα και περιμένοντας τη να βγάλει τους ξυλένιους της ήχους μέσα από τα σαν ηχείο φτιαγμένα κούφια της σωθικά. Και εκείνη δεν ερχόταν, η πόρτα δε χτυπούσε, βούλιαζα ολοένα στην καρέκλα και το λιοντάρι λιγόστευε πίσω από τους θάμνους και το σύννεφο γέμιζε βροχή και βάραινε και το κορίτσι μεγάλωσε και ξεκρέμασε την αφίσα από την ντουλάπα.

Ήταν τόσος πολύς ο χρόνος και για να τα καταφέρω γυρόφερνα το όνομα της στο στόμα μου. Στην αρχή σιγά και μετά σταθερά στον φυσικό μου τόνο, συλλαβή τη συλλαβή. Είπα τόσες πολλές φορές το όνομα της που στο τέλος έχασε την αρχική του υπόσταση. Έγινε κάτι άλλο, κάτι ξένο, μακρινό, μερικές συλλαβές και γράμματα μόνο στη σειρά.

 

Μετά από εκείνη τη μέρα, εκτίμησα περισσότερο την πόρτα μου. Παρατηρώντας τη έμαθα κάποια πράγματα για εκείνη. Πρώτα από όλα, παρέμενε κλεισμένη στον εαυτό της. Μόνο λίγοι ήξεραν και τις δύο της πλευρές και σε αυτούς συμπεριλαμβανόμουν και εγώ. Αυτό μου έδινε ένα προβάδισμα. Στη συνέχεια ανακάλυψα μερικά χτυπήματα από σφυρί γύρω από το πόμολο της. Ήταν τότε που είχε χαλάσει η κλειδαριά και μη μπορώντας να βγω προσπάθησα να τη μαστορέψω. Ανακάλυψα επίσης πως υπάρχουν ακόμη ρομαντικοί τύποι γιατί ποιος άλλος θα μπορούσε να σφηνώσει τον λογαριασμό της ΔΕΗ κάτω από την πόρτα αυτή με τη μια του γωνία να προβάλει απειλητικά προς το σαλόνι μου;

Μετά από εκείνη την ημέρα λοιπόν την ξέχασα τελείως. Εννοώ εκείνη που περίμενα να μου χτυπήσει την πόρτα. Ξέχασα και πως την λέγανε παρότι είπα τόσες φορές το όνομά της. Η παρατήρηση της πόρτας ήταν κάτι σα τριάντα ψυχοθεραπείες στη σειρά. Σκέφτηκα πως αν μου είπε πως θα έρθει και δεν ήρθε τότε όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά στα σίγουρα δεν πρέπει να έχει ούτε καν όνομα για να κοσμεί την φανταστική της ύπαρξη.

 

Ήταν σαν μια Υπατία που είπαν πως θα σαρώσει με ανέμους και βροχές τη χώρα. Και έτσι τώρα λέω πως όταν δίνεις όνομα σε κάτι τότε είναι γιατί γνωρίζεις πως υπάρχει. Όταν όμως όνομα έχουν όσα περιμένεις και δεν έρχονται τότε αυτά αβάφτιστα πρέπει να μένουν μέσα στην κολυμπήθρα της ανυπαρξίας τους. Ας μείνουμε στο να δίνουμε ονόματα σε όσα αγαπάμε και σε όσα μισούμε. Και κυρίως σε όσα γνωρίζουμε πως υπάρχουν ή ελπίζουμε να υπάρχουν.

Φίλιππος Γαλιάσος

Ο Φίλιππος Γαλιάσος γεννήθηκε το 1972 στην Αθήνα και έχει αποφοιτήσει από το Ο.Π.Α. To βιβλίο «Διακοπές στην κόλαση» είναι το πρώτο του μυθιστόρημα και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Momentum τον Δεκέμβριο του 2013. Που και που, όταν έχει κέφι, γράφει διηγήματα ή ποιήματα στο blog http://philipposgaliasos.blogspot.gr

A
A
 Photos
A
 Followers
A
 Following