Η Ρίτα Σακελλαρίου γεννήθηκε στη Σητεία της Κρήτης, στις 22 Νοεμβρίου του 1934.
Ως τραγουδίστρια πρωτοεμφανίστηκε στο Μύλο, στο Πέραμα. Εκεί την ανακάλυψε ο Στέλιος Χρυσίνης που της έδωσε τα πρώτα της τραγούδια. Έπειτα βρέθηκε στο Φαληρικό, στις Τζιτζιφιές, να κάνει σεγκόντα στον Βασίλη Τσιτσάνη και τον Γιάννη Παπαϊωάννου, με τους οποίους συνεργάστηκε οχτώ χρόνια.
Στο μεταξύ, είχε γνωρίσει το δεύτερο σύζυγό της, τον παλαιστή Σιδηρόπουλο, με τον οποίο άνοιξαν το κέντρο Κουίν Αν στην εθνική οδό. Από τα τραπέζια του πέρασαν ορισμένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως ο τότε αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Σπύρος Άγκνιου, ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Αντονι Κουίν και η Μελίνα Μερκούρη, για να απολαύσουν τα σουξέ της Ρίτας: Παράνομή μου αγάπη, Κάθε ηλιοβασίλεμα, Αν κάνω άτακτη ζωή. Πιστός θαυμαστής της ήταν βέβαια και ο Ανδρέας Παπανδρέου, που ήθελε πάντα να του τραγουδά και να χορεύει το Αυτός ο άνθρωπος, αυτός.
Την δεκαετία του 1960 την βλέπουμε να εμφανίζεται σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες της εποχής, κυρίως σε μελό, δίπλα στον Νίκο Ξανθόπουλο και τη Μάρθα Βούρτση.
Ο τρίτος της προσωπικός δίσκος με τον τίτλο «Ιστορία μου…» κυκλοφόρησε τέλη του 1972 και σάρωσε κυριολεκτικά την Ελλάδα και όχι μόνο, αν σκεφτούμε πως το τραγούδι αυτό συμπεριλήφθηκε στο σάουντρακ της θρυλικής ταινίας τρόμου «Ο Εξορκιστής» (1973) του Γουίλιαμ Φρίντκιν, μαζί με ακόμη ένα ελληνικό τραγούδι, το «Παραμυθάκι μου» των Μ. Λοΐζου – Λ. Παπαδόπουλου με τη φωνή του Γιάννη Καλατζή, σε εκείνη τη σκηνή μες στο καταθλιπτικό διαμέρισμα του Έλληνα Father Karras και της γριάς μάνας του.
Τη μεγάλη στροφή στην πορεία της, αλλά και στην εμφάνισή της, η Ρίτα Σακελλαρίου την κάνει στη συνεργασία της με την ποπ σταρ Άννα Βίσση στη Νεράιδα. Στη Νεράιδα, λοιπόν, η Ρίτα, αδυνατισμένη και ξανθιά πλέον, συναντά τον συνθέτη Νίκο Καρβέλα, ο οποίος της δηλώνει την εκτίμησή του και της ζητάει συνεργασία. Ένα πρώτο τραγούδι που της δίνει ν’ ακούσει, γραμμένο για τη φωνή της, είναι το, ομολογουμένως αριστουργηματικό, «Σώσε με».
Ο δίσκος «Αρέσω» (Polydor, 1986), εκτός από το «Σώσε με», περιείχε το ομότιτλο κομμάτι, που έγινε μεγάλο σουξέ, αλλά και το διαβόητο «Είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα». Σύμφωνα με τις κακές γλώσσες της εποχής, αρχικά η Ρίτα Σακελλαρίου πίστεψε πως το να έλεγε αυτό το άσμα ισοδυναμούσε με μια συντονισμένη απόπειρα… ρεζιλέματός της, γι’ αυτό και δεν χώραγε ο νους της την απήχηση που σημείωσε τελικά.
Το 1993 τραγουδάει το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο, θα μείνω με τον παίδαρο» που της δίνουν ο συνθέτης Νίκος Τερζής και ο στιχουργός Γιώργος Παυριανός.
Δύο ακόμη άλμπουμ μετά το «Εγώ δεν πάω Μέγαρο» πρόλαβε να ολοκληρώσει η Ρίτα, το «Και ξανά ερωτευμένη» (Polydor, 1995) και το «Να κρατάμε επαφή» (Polydor, 1997). Τον Αύγουστο του 1998 ένας πόνος στην πλάτη που περνιέται για ψύξη τη στέλνει για εξετάσεις στο «Υγεία» κι εκεί διαπιστώνεται ο καρκίνος.
Ξεκινά αμέσως χημειοθεραπείες, έχοντας πάντα δίπλα της τον επί 20 χρόνια φίλο και οικονόμο της Λάκη Κορρέ. Χάνει τα μαλλιά της. Δεν το βάζει κάτω και τους πρώτους μήνες του 1999 φοράει περούκα και αναχωρεί για περιοδεία στη μακρινή Αυστραλία, έχοντας μαζί της τον Γιάννη Ντουνιά και τον Θανάση Κομνηνό.
Το βράδυ πριν πεθάνει, ζήτησε από το Λάκη Κορρέ, να της βάψει τα νύχια στο δεξί της χέρι. Σαν να μην την αφορούσε ο θάνατος, σαν να μην τον φοβόταν. Τελευταία φράση της ήταν, «Αχ, Λάκη, κι είχα τόσα ακόμη να κάνω!» Έφυγε από την ζωή στις 6 Αυγούστου του 1999, ύστερα από πολύμηνη μάχη με τον καρκίνο.