Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Αναρτούν φωτογραφίες από ασανσέρ, παραλίες και γυμναστήρια, μαμά.
Κάθε δύο λεπτά. Τρομπαρισμένοι και μη, μεγάλοι, μικροί, συμπαθητικά παιδιά.
Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Σκορπούν check in, καρδούλες, αντίχειρες, χωρίς φειδώ καμιά.
Παρακολουθώ σιωπηλά, να αναζητούν οπαδούς και το like πατιέται μηχανικά.
Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Πώς θα ‘θελα να είχαν νόημα όλα αυτά. Αλλά δεν έχουν, μαμά.
Αναπνέουμε, ελπίζουμε, λαχταρούμε, μα τα πάντα είναι εικονικά.
Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Duck faces μοιράζουν, φατσούλες, αυτοκόλλητα, σχεδόν απανωτά.
Αποζητώντας προσοχή, θαυμασμό, αποδοχή, εκβιαστικά.
Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Χαμογελούν, παίρνουν πόζες και στέλνουν φιλιά.
Υπόσχονται, τάζουν, σε θεοποιούν για να πάρουν κι όταν δώσεις, τα χέρια σου μένουν πάλι γυμνά.
Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Πώς θα ‘θελα να είχαν νόημα όλα αυτά. Αλλά δεν έχουν, μαμά.
Αναπνέουμε, ελπίζουμε, λαχταρούμε, μα τα πάντα είναι εικονικά.
Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Σκυλιά και καφέδες, γλυκά, σώμα-φέτες και εσώρουχα, μαμά.
Σου δείχνουν τι έχουν, σε τι υπερέχουν κι όταν το ίσως ξυπνήσουν, σαν κλέφτης θα φύγουν, αφήνοντας παράθυρα ανοιχτά.
Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Δηλώνουν πού πάνε, το κλικ σου αγαπάνε, αλλά εσένα όχι, μαμά.
Πατάς για να υπάρχουν, προφίλ για να φτιάχνουν κι όταν τελειώσει το πάρτι, δεν σε χρειάζονται πια.
Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Αυτά που θα ακούσουν θα γράψουν, θα «ντύσουν» για να τα διαβάζεις ξανά και ξανά.
«Θέλω» πονεμένα, μα ποτέ νικημένα, σε καρδιές θα πατήσουν κι όταν αυτές ξεψυχήσουν, το χάος θαυμάζουν ψυχρά.
Οι άνθρωποι ανεβάζουν, μαμά.
Τι νόημα θα έχει αν κάνω χώρο για αυτά.
Αφού ανεβάζουν μαμά, συνέχεια ανεβάζουν και φτάνουν πιο μακριά.
Ο χρόνος τελειώνει και εμείς μένουμε μόνοι σε μια κρύα γωνιά.
Τα αστέρια θα σβήσουν, αλλά οι οθόνες θα φωτίζουν κι ας είναι πλέον αργά.